-
1 αστάχυας
-
2 ἀστάχυας
-
3 κολούω
A , Arist.Pol. 1274a8:—[voice] Pass., [tense] fut. - ουθήσομαι Gal.9.529: [tense] aor.ἐκολούθην Th.7.66
, - ούσθην A.Pers. 1035 (lyr.): [tense] pf.κεκόλουμαι AP7.234
(Phil.), Plu.Ages.31, etc., - ουσμαι D.C.Fr. 57.23: ([etym.] κόλος):—cut short, dock, curtail, [ ἀστάχυας] Hdt.5.92.ζ; στάχυν σπάθῃ κ. φασγάνου E.Fr. 373
; prune,τὸν βότρυν Thphr.CP 2.15.5
; [τὰ δένδρα] βελτίω κολουόμενά φασι γίγνεσθαι ib.2, cf. IG9(2).1109.81 ([place name] Coropa): c.gen., τὴν δ' ἐκόλουσεν οὐρῆς docked her of her tail, Opp.H.4.484.II Hom. always metaph., τὸ μὲν τελέει, τὸ δὲ μεσσηγὺ κολούει part he brings to pass, part he cuts off half-accomplished, of the threats of Achilles, Il.l.c.; μηδὲ τὰ δῶρα.. κολούετε curtail them not, Od.11.340; ἕο δ' αὐτοῦ πάντα κολούει cuts off all his hopes, 8.211; κολούειν εἰς τὰ τῆς τέχνης ἔργα hinders performance in the art, Gal.5.733.2 like κολάζω, which is more freq. in Prose, τὰ ὑπερέχοντα κ. put down, abase those who are exalted, Hdt.7.10.έ, cf. Arist.Pol. 1284a37, 1313a40;δῆμον E.Fr.92
;τοὺς ἄλλους κ. διαβολαῖς Pl.Lg.
l.c., cf. Ap. 39d; τὸ ῥῆμα discredit it, Id.Prt.l.c.;τὴν ἐν Ἀρείῳ πάγῳ βουλήν Arist.Pol. 1274a8
; κ. καὶ θεραπεύειν, κ. καὶ ταπεινώσειν τινά, Phld.Lib.p.60 O., Plu.Alc.l.c.:—[voice] Pass., to be balked, thwarted, σθένος ἐκολούσθη A.l.c.; νούσῳ κεκολουμένος APl.c.; ἐπειδὰν ᾧ ἀξιοῦσι προὔχειν κολουθῶσι when they are worsted in a matter in which they claim superiority, Th.l.c.; , cf.Euthd. 305d, Plu.Ages.l.c. -
4 λοχιᾷ
λοχιᾷ· κρυφαία, γεννᾷ, αὔξει, καὶ ἄρτος τῇ Ἀρτέμιδι γενόμενος, καὶ ἁδροὺς ἀστάχυας ἔχουσα, Hsch. [full] λοχιάδες· αἱ ὗλαι, Id. -
5 σηκάζω
A shut up in a pen, καί νύ κε σήκασθεν (for ἐσηκάσθησαν)κατὰ Ἴλιον ἠΰτε ἄρνες Il.8.131
;ὥσπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες X.HG 3.2.4
; .
См. также в других словарях:
ἀστάχυας — ἄσταχυς ear of corn masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχιά — Χαρακτηριστικό έκκριμα που αποβάλλεται από τη μητρική κοιλότητα κατά τη λοχεία. Τα λ. ελαττώνονται 15 ημέρες μετά τον τοκετό, αλλά δεν αποκλείεται να αυξηθούν και πάλι αργότερα. Γύρω στην 21η ημέρα γίνονται πάλι αιματηρά, για να σταματήσουν… … Dictionary of Greek
σηκάζω — Α [σηκός] (επικ. τ.) 1. οδηγώ και κλείνω μέσα σε μάντρα, μαντρώνω («ὥσπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες», Ξεν.) 2. περιφράσσω («σηκάζειν πυρούς τε καὶ ἀστάχυας κατ ἀλωάς», Ορφ.) … Dictionary of Greek