Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀριστοκρατία

См. также в других словарях:

  • ἀριστοκρατία — ἀριστοκρατίᾱ , ἀριστοκρατία rule of the best born fem nom/voc/acc dual ἀριστοκρατίᾱ , ἀριστοκρατία rule of the best born fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοκρατίᾳ — ἀριστοκρατίαι , ἀριστοκρατία rule of the best born fem nom/voc pl ἀριστοκρατίᾱͅ , ἀριστοκρατία rule of the best born fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριστοκρατία — Σύμφωνα με την ετυμολογική σημασία της λέξης σημαίνει η κυριαρχία των αρίστων, πολίτευμα δηλαδή όπου κυβερνούν άνθρωποι που διακρίνονται από τους άλλους για την αξία, την υψηλή καταγωγή ή τη σοφία τους. Στην Πολιτεία του Πλάτωνα αποδεικνύεται η… …   Dictionary of Greek

  • αριστοκρατία — η 1. πολίτευμα στην αρχαιότητα στο οποίο την πόλη κυβερνούσαν οι ευγενείς: Το πολίτευμα της αριστοκρατίας ξέπεσε σ εκείνο της ολιγαρχίας. 2. αυτοί που ξεχωρίζουν για πλούτο και κοινωνική θέση: Στη δεξίωση ήταν καλεσμένη μόνο η αριστοκρατία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀριστοκρατίας — ἀριστοκρατίᾱς , ἀριστοκρατία rule of the best born fem acc pl ἀριστοκρατίᾱς , ἀριστοκρατία rule of the best born fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοκρατίαι — ἀριστοκρατία rule of the best born fem nom/voc pl ἀριστοκρατίᾱͅ , ἀριστοκρατία rule of the best born fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοκρατίαν — ἀριστοκρατίᾱν , ἀριστοκρατία rule of the best born fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοκρατιῶν — ἀριστοκρατία rule of the best born fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοκρατίαις — ἀριστοκρατία rule of the best born fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • πατρίκιοι — Μέλη γνωστών οικογενειών της αρχαίας Ρώμης, μια προνομιούχα τάξη, σε αντιδιαστολή με τους πληβείους. Η σχέση ανάμεσα στους π. και τους πληβείους εξακολουθεί να αμφισβητείται. Κατά μία εκδοχή, οι π. υπήρξαν αρχικά οι μόνοι πολίτες της Ρώμης. Καθώς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»