-
1 αριστοκρατία
ἀριστοκρατίᾱ, ἀριστοκρατίαrule of the best-born: fem nom /voc /acc dualἀριστοκρατίᾱ, ἀριστοκρατίαrule of the best-born: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀριστοκρατίαι, ἀριστοκρατίαrule of the best-born: fem nom /voc plἀριστοκρατίᾱͅ, ἀριστοκρατίαrule of the best-born: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἀριστοκρατία
Βλ. λ. αριστοκρατία -
3 ἀριστοκρατίᾳ
Βλ. λ. αριστοκρατία -
4 ἀριστοκρατία
ἀριστο-κρᾰτία, ἡ,A rule of the best-born, aristocracy,ἀ. σώφρων Th.3.82
, cf. Henioch.5.17, Isyll.1, etc.; rule of the rich, Pl.Plt. 301a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀριστοκρατία
-
5 αριστοκρατία
1) aristocracy2) nobilityΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αριστοκρατία
-
6 αριστοκρατίας
ἀριστοκρατίᾱς, ἀριστοκρατίαrule of the best-born: fem acc plἀριστοκρατίᾱς, ἀριστοκρατίαrule of the best-born: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ἀριστοκρατίας
ἀριστοκρατίᾱς, ἀριστοκρατίαrule of the best-born: fem acc plἀριστοκρατίᾱς, ἀριστοκρατίαrule of the best-born: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 αριστοκρατίαι
ἀριστοκρατίαrule of the best-born: fem nom /voc plἀριστοκρατίᾱͅ, ἀριστοκρατίαrule of the best-born: fem dat sg (attic doric aeolic) -
9 ἀριστοκρατίαι
ἀριστοκρατίαrule of the best-born: fem nom /voc plἀριστοκρατίᾱͅ, ἀριστοκρατίαrule of the best-born: fem dat sg (attic doric aeolic) -
10 αριστοκρατίαν
-
11 ἀριστοκρατίαν
-
12 αριστοκρατιών
-
13 ἀριστοκρατιῶν
-
14 αριστοκρατίαις
-
15 ἀριστοκρατίαις
-
16 διΐστημι
A set apart, separate,τοὺς λόχους Th.4.74
; ;διέστησεν [αὐτοὺς] εἰς μέρη πολλά D.18.61
;ζῶντας ἡμᾶς οὐθὲν ἀλλήλων διέστησε Plu.Ant.84
:—[voice] Pass.,κίονες διεστάθησαν Callix.2
.2 set one at variance with another,τινά τινος Ar. V.41
, Th.6.77; δ. τὴν Ἑλλάδα divide it into factions, Hdt.9.2;δ. τοὺς πένητας ἀπὸ τῶν εὐπόρων D.H.9.17
.3 μέσας διαστήσας ἡμέρας δύο having left an interval of two days, Epigr.Gr.996.7, cf. BKT3.20.II more freq. in [voice] Pass., with [tense] aor. 2, [tense] pf., and [tense] plpf. [voice] Act.:—stand apart, be divided, Il., mostly in [tense] aor. 2, 24.718, al.: once in [tense] impf. [voice] Med., θάλασσα διΐστατο the sea made way, opened, 13.29; yawning wide,S.
OC 1662;τὰ διεστεῶτα ὑπὸ σεισμοῦ Hdt.7.129
; διεστῶτα, opp. ἡνωμένα, Chrysipp.Stoic.2.124, al.; ἔτους διεστῶτος after an interval of a year, SIG344.119 ([place name] Teos).b stand with legs apart, Luc.Ner.7.2 of persons, stand apart, be at variance,διαστήτην ἐρίσαντε Il.1.6
;εἴ τινές που διασταῖεν Th.1.18
; διέστη ἐς ξυμμαχίαν ἑκατέρων sided with one or the other party, ib.15;κατὰ πόλεις διέσταμεν Id.4.61
;διεστηκότες εἰς δύο D.10.4
, cf. 18.18;ἐρίζειν καὶ διεστάναι Id.2.29
; simply, differ, be different,πλούτου ἀρετὴ διέστηκεν Pl.R. 550e
;πρὸς ἄλληλα Arist.Pol. 1256a29
, cf.Po. 1448a17;ἡ ἀριστοκρατία διέστηκεν ἀπὸ ταύτης πολὺ τῆς πολιτείας Id.Pol. 1289b3
; not homogeneous,Hp.
Aph.7.33.b of an army, retire, Plb.10.3.6.4 stand at certain distances or intervals, Hdt.2.66; of guards in a row, Id.3.72; of post-stations, Id.8.98; of soldiers,δ. κατὰ διακοσίους Th.4.32
; διάστηθι mark distances! a word of command, Ael. Tact.12.11: Geom., ἴσα ἀπ' ἀλλάλων διέστακεν are equi distant from one another, Archim.Aequil.1.6.III [voice] Med., sts. trans., separate,γεώδη γένη διϊστάμενοι Pl.Ti. 63c
: chiefly in [tense] aor. 1,δ. τόν τε δικαιότατον καὶ τὸν ἀδικώτατον
contrast,Id.
R. 360e; ἀράχνια, of spiders, spread, Theoc.16.97.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διΐστημι
-
17 εὐδοξία
εὐδοξ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδοξία
-
18 εὐώνυμος
A of good name, honoured, Hes.Th. 409, Pi.O.2.7, etc.; εὐ. χάρις the honour of a good name, Id.P.11.58; δίκη.. μὴ εὐ. not creditable, Pl.Lg. 754e.2 prosperous, fortunate, δίκα, πόδες, Pi.N. 7.48, 8.47, cf. Eust.895.37.3 epith. of Artemis,Ἀρχ. Ἐφ. 1914.20
(Gonni, iv/iii B.C.).III euphem. (like ἀριστερός ) for left, on the left hand (because bad omens came from the left), ὠλένη εὐ. S.Tr. 926;ἐξ εὐωνύμου χειρός Hdt.7.109
; ἐξ εὐωνύμου (sc. χειρός) Id.1.72; κατὰ τὰ εὐ. X.Lac.11.10;εἰς τὰ εὐ. παρεκκλίνειν Arist.PA 666b7
;ἐπὶ τὰ εὐ. ἀνακλίνεσθαι Id.HA 498a11
;ἐξ -ωνύμων Ev.Matt. 20.21
; as military term,τὸ εὐ. κέρας Hdt.6.111
, Th.5.67, etc.; τὸ εὐ. (without κέρας) Th.4.96.2 euphem. of bad omens, opp. οἱ δεξιοὶ φύσιν, A.Pr. 490, cf. SIG1167.3 (Ephesus, vi/v B. C.).3 Astron., southerly, Cleom.1.1.------------------------------------εὐώνυμ-ος (B), ἡ,A spindle-tree, Euonymus europaeus, Plin.HN13.118;τὸ εὐ. δένδρον Thphr.HP3.18.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐώνυμος
-
19 σώφρων
σώφρων, [dialect] Ep. and poet. [full] σᾰόφρων (as in Hom., v. infr., Pi.Pae.9.46), [full] ονος, ὁ, ἡ: neut. σῶφρον:—prop.A of sound mind (from σῶς, φρήν, cf. Pl.Cra. 411e, Arist.EN 1140b11): hence, discreet, prudent,οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι Il.21.462
, cf. Od.4.158; opp. ἄφρων, Thgn.431, 454, 497; opp. νήπιος, Id.483; opp. ἀνόητος, Hdt.1.4;σώφρονες περὶ θεούς X.Mem.4.3.2
;σωφρονέστατος ἐν τῇ τέχνῃ Hp.Prorrh. 2.2
.2 of things, (lyr.); σ. οἶκτος reasonable compassion, Th.3.59;- έστατον κήρυγμα Aeschin.3.4
;σώφρον' εἶπας E.IA 1024
;ἄλλο τι -έστερον γνώσεσθε Th.5.111
; σῶφρόν ἐστι c. inf., Id.1.42.II in [dialect] Att., esp. having control over the sensual desires, temperate, self-controlled, chaste (σώφρων ὁ μετρίας ἐπιθυμίας ἔχων Pl.Def. 415d
, cf. ), , cf. S.Aj. 132; γυνὴ ς. And. 4.14, cf. S.Fr. 682;σ. καὶ ἐγκρατὴς ἑαυτοῦ Pl.Grg. 491d
, cf. 1 Ep.Ti. 3.2, etc.2 of things,σ. γνώμη A.Ag. 1664
(troch.); ; σ. ὑμέναιοι, λέχη, E.Or. 558, El. 1099; τράπεζα, δίαιτα, Id.Fr. 893 (lyr.), Pl.Ep. 336c; ἀριστοκρατία moderate, Th.3.82; χάρις ib. 58; ;φρονεῖν σώφρονα S.Fr.64
.3 τὸ σῶφρον, = σωφροσύνη, Id.Fr. 786, E.Hipp. 431, Th.1.37, 3.82; σοῦ τὸ ς. E.Andr. 365, cf. 346, etc.;ἐπὶ τὸ -έστερον λαμβάνειν τι Hdt.3.71
;τὸ -έστατον Th.3.62
; .III Adv. , Eu.44, Hdt.4.77;σ. τραφῆναι Ar.Eq. 334
(lyr.);σ. τε καὶ μετρίως Pl.R. 399b
; δικαίως πράττοντες καὶ ς. Id.Alc.1.134d; σ. ἐφέπεσθαι cautiously, X.Ages.2.3: [comp] Comp., - έστερον πολιτεύειν adopt a more moderate constitution, Th.8.53, cf. 1.84, X.Eq.Mag.1.14, etc.; but (troch.): [comp] Sup.- έστατα Isoc.7.13
, Pl.Lg. 728e. -
20 ἀριστονομία
A = ἀριστοκρατία, Suid., Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀριστονομία
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀριστοκρατία — ἀριστοκρατίᾱ , ἀριστοκρατία rule of the best born fem nom/voc/acc dual ἀριστοκρατίᾱ , ἀριστοκρατία rule of the best born fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστοκρατίᾳ — ἀριστοκρατίαι , ἀριστοκρατία rule of the best born fem nom/voc pl ἀριστοκρατίᾱͅ , ἀριστοκρατία rule of the best born fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριστοκρατία — Σύμφωνα με την ετυμολογική σημασία της λέξης σημαίνει η κυριαρχία των αρίστων, πολίτευμα δηλαδή όπου κυβερνούν άνθρωποι που διακρίνονται από τους άλλους για την αξία, την υψηλή καταγωγή ή τη σοφία τους. Στην Πολιτεία του Πλάτωνα αποδεικνύεται η… … Dictionary of Greek
αριστοκρατία — η 1. πολίτευμα στην αρχαιότητα στο οποίο την πόλη κυβερνούσαν οι ευγενείς: Το πολίτευμα της αριστοκρατίας ξέπεσε σ εκείνο της ολιγαρχίας. 2. αυτοί που ξεχωρίζουν για πλούτο και κοινωνική θέση: Στη δεξίωση ήταν καλεσμένη μόνο η αριστοκρατία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀριστοκρατίας — ἀριστοκρατίᾱς , ἀριστοκρατία rule of the best born fem acc pl ἀριστοκρατίᾱς , ἀριστοκρατία rule of the best born fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστοκρατίαι — ἀριστοκρατία rule of the best born fem nom/voc pl ἀριστοκρατίᾱͅ , ἀριστοκρατία rule of the best born fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστοκρατίαν — ἀριστοκρατίᾱν , ἀριστοκρατία rule of the best born fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστοκρατιῶν — ἀριστοκρατία rule of the best born fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστοκρατίαις — ἀριστοκρατία rule of the best born fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
πατρίκιοι — Μέλη γνωστών οικογενειών της αρχαίας Ρώμης, μια προνομιούχα τάξη, σε αντιδιαστολή με τους πληβείους. Η σχέση ανάμεσα στους π. και τους πληβείους εξακολουθεί να αμφισβητείται. Κατά μία εκδοχή, οι π. υπήρξαν αρχικά οι μόνοι πολίτες της Ρώμης. Καθώς … Dictionary of Greek