-
41 ἀποζώννυμι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποζώννυμι
-
42 ἀπόκλεισις
II a shutting out, ἀποκλῄσεις γίγνεσθαι (sc. ἔμελλον ) there would be a complete stoppage to their works, Id.6.99.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόκλεισις
-
43 ἀπόκληρος
II abs., disinherited, Arist.Top. 112b19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόκληρος
-
44 ἀποκναίω
II ἀ. τινά wear one out, worry to death, Ar.Ec. 1087, Pl.ll.cc., f.l. in Thphr.Char.7.4;σύ μ' ἀποκναίεις περιπατῶν Men.341
; , cf. D.H.Dem.20:—[voice] Pass., to be worn out, Pl.R. 406b;εἰσφοραῖς X.HG6.2.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκναίω
-
45 ἀπόκοιτος
ἀπό-κοιτος, ον,A sleeping away from,τῶν συσσίτων Aeschin.2.127
;οὐκ ἀ. παρὰ Ῥέας Luc.DDeor.10.2
;μήτε ἀ. μηδ' ἀφήμερος ἀπὸ τῆς οἰκίας BGU1098.34
(i B.C.): abs., Men.Inc. 2.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόκοιτος
-
46 ἀποκριδόν
A apart from, c. gen., A.R.2.15: abs., Opp.H.1.548, cf. IG3.1416a:—also [suff] ἀπο-κριδά, Hdn.Gr.1.496.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκριδόν
-
47 ἀπολαύω
A , Pl.Chrm. 172b, etc.; later- λαύσω D.H.6.4
, Plu.Pyrrh.13, etc. (in earlier writers corrupt, as Hyp.Epit.30): [tense] aor. , Ar.Av. 1358, etc.: [tense] pf.- λέλαυκα Pl.Com.169
, Isoc.19.23: —[voice] Pass., [tense] pf.- λέλαυται Philostr. VA6.19
, butἀπολελαυσμένος Plu.2.1089c
,1099e ([etym.] ἐν-): [tense] aor.ἀπελαύσθην Ph.1.37
.—The double augm. ἀπήλαυον, ἀπήλαυσα, is found in codd. of Id.1.435, etc., prob. in LW 1046.5 ([place name] Blaudos). (The simple λαύω is not found, but was = λάφω, expl. by Aristarch. as ἀπολαυστικῶς ἔχω, cf. Apollon.Lex., Sch.Od. 19.229):— have enjoyment of a thing, have the benefit of it, c. gen. rei,τῆς σῆς δικαιοσύνης Hdt.6.86
.ά; τῶν σιτίων Hp.VM11
, cf. Pl.R. 354b; ἰχθύων, λαχάνων, ἐδεσμάτων, etc., enjoy them, Amphis 26, Aristopho 10.3, Antiph.8; ποτῶν, ὀσμῶν, X.Cyr.7.5.81, Hier.1.24, etc.;τῶν ἀγαθῶν Isoc.1.9
, Pl.Grg. 492b; ; τῆς σιωπῆς ἀ. take advantage of it, D.21.203;τῆς ἐξουσίας Aeschin.3.130.2
. with acc. cogn. added, ἀ. τί τινος enjoy an advantage from some source,τί γὰρ.. ἂν ἀπολαύσαιμι τοῦ μαθήματος; Ar.Nu. 1231
, cf. Th. 1008, Pl. 236;ἐλάχιστα ἀ. τῶν ὑπαρχόντων Th.1.70
;τοῦ βίου τι ἀ. Id.2.53
;ζῴων τοσαῦτα ἀγαθὰ ἀ. ὁ ἄνθρωπος X.Mem.4.3.10
, cf. Pl.Euthd. 299a, etc.;τοσοῦτον εὐερίας ἀπολέλαυκε Pl.Com. 169.3
. c. acc. (instead of gen.),ἀ. τὸν βίον Diph.32.6
( ἀποβάλλειν cj. Kock);ἀ. καὶ πάσχειν τι Arist.Sens. 443b3
. 4. abs., οἱ ἀπολαύοντες, opp. οἱ πονοῦντες, Id.Pol. 1263a13; ἧττον ἀ. to have less enjoyment, Id.HA 584a21;ἡδόμενοι καὶ -οντες Plu.2.69e
.II in bad sense (freq. ironically), have the benefit of,τῶν Οἰδίπου κακῶν ἀ. E.Ph. 1205
;ἀ. τι τῶν γάμων Id.IT 526
;ἧς ἀπολαύων Ἅιδην.. καταβήσει Id.Andr. 543
(lyr.); τῶν ἁμαρτημάτων, τῶν ἀσεβῶν ἀ., Hp.VM 12, Pl.Lg. 910b;φλαῦρόν τι ἀ. Isoc.8.81
, cf. Pl.Cri. 54a: with Preps.,ἀπὸ τῶν ἀλλοτρίων [παθῶν] ἀ. Id.R. 606b
; ἐκ τῆς μιμήσεως τοῦ εἶναι ἀ. ib. 395c;ἀπ' ἄλλου ὀφθαλμίας ἀ. Id.Phdr. 255d
.2 abs., have a benefit, come off well,Ar.Av. 1358.III make sport of,συνοδοιπόρου Thphr.Char.23.3
, cf. Lys.6.38.—Chiefly [dialect] Att.; Trag. only in E. (Cf. Lat. lu-crum, Goth. laun 'payment', Slav. loviti 'capture'; cf. [dialect] Dor. λᾱία, [dialect] Att. λεία 'booty'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπολαύω
-
48 ἀπολούτριος
ἀπο-λούτριος, ον,A washed off: τὰ ἀπολούτρια (sc. ὕδατα ) water which has been used for washing, Ael.NA17.11:—also [suff] ἀπό-λουτρον, τό, Sch.Ar.Eq. 1401.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπολούτριος
-
49 ἀπολύσιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπολύσιμος
-
50 ἀπομυκτηρίζω
A turn up the nose at, Hsch. s.v. ἀποσκαμυνθίζειν :—also [suff] ἀπο-μυκτίζω, Luc.DMeretr.7.3(s.v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπομυκτηρίζω
-
51 ἀποξέω
A , subj.ἀποξῶμεν Herod.Med.
ap. Orib.10.37.17), cut off,ἀπὸ δ' ἔξεσε χεῖρα Il.5.81
.3 metaph., ἀπέξεσας τὴν αἰδῶ τοῦ προσώπου strip it off like a mask, Alciphr.3.2, cf. Luc.Vit.Auct.10 (v.l. -ξυσον).2 metaph., polish, finish off, Eust.1.16, al.; polished, precise,Suid.
-
52 ἀποπαύω
A stop or hinder from, make to cease from,τοὺς μὲν.. εἴασαν ἐπεὶπολέμου ἀπέπαυσαν Il.11.323
;πένθεος ἀ. τινά Hdt.1.46
; (lyr.);λόγου δέ σε μακροὖ' ποπαύσω E.Supp. 639
: c.inf., hinder from doing, ἀ. τινὰ ἀλητεύειν, ὁρμηθῆναι, Od.18.114, 12.126:—[voice] Med. and [voice] Pass., leave off, cease from, c. gen.,πολέμου δ' ἀποπαύεο πάμπαν Il.1.422
, cf. 8.473;ἀοιδῆς Od.1.340
;τοῦ δάκνειν X.Cyr.7.5.62
;ἐκ καμάτων S.El. 231
(lyr.): abs., leave off, opp. ἄρχεσθαι, Thgn.2; terminate, Arat.51.2 c. acc., stop, check,νὺξ ἀπέπαυσε.. Πηλεΐωνα Il. 18.267
;Ἀλκμήνης δ' ἀ. τόκον 19.119
, al.; soἀ. κῶμον Thgn.829
; (lyr.); , etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποπαύω
-
53 ἀποσκίδνημι
A scatter, Ph.2.100:—elsewh. in [voice] Pass., [suff] ἀπο-σκίδνᾰμαι, ; of soldiers, ἀ. ἔς τι to disperse for a purpose, Hdt.4.113: abs., Th.6.98; cf. ἀποκίδναμαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποσκίδνημι
-
54 ἀποσπασμός
ἀπο-σπασμός, ὁ,II being torn away, separation, severance,ὁ τῆς συνοδίας ἀ. Str.8.3.17
;τῶν ἀναγκαιοτάτων D.H.5.55
, cf. Phld.λιβ. p.4O.
;- μοὶ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος Id.Mort. 9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποσπασμός
-
55 ἀποστατέον
A one must stand off from, i.e. give up, abandon,πολέμου Th.8.2
, etc.;οὐκ.. ἀ. τῇ πόλει τούτων D.18.199
: abs.,οὐκ ἀ. πρίν.. Pl.Plt. 257c
.II later, ἀφίστημι one must keep apart, detain,ἵππον ἀπὸ τῶν ἔργων Gp. 16.1.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποστατέον
-
56 ἀποστίλβω
A to be bright from or with,ἀποστίλβοντες ἀλείφατος Od.3.408
: c. dat., Lyc.253;ἐθείραις AP5.25
, cf. Luc.Asin.47: c. gen.,χρυσοῦ Id.JTr.8
, cf. Hipp.6;φῶς ἀπό τινος Plot.2.1.7
.2 abs., phosphorescent,Arist.
Mete. 370a14; shine brightly, Thphr.Sign.26, Agatharch.95, Luc.DMar.14.2, etc.; ἀκτιςἀ. εἰς πέλαγος Alciphr.1.1
.3 [voice] Act., shed light, etc.,Μήνη σέλας -ουσα κεραίης Nonn.D.5.165
;καθαρότητα Iamb.Myst.2.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποστίλβω
-
57 ἀποστρέφω
Aἀποστράψαι SIG 244 ii 16
(Delph.); [dialect] Ion. [tense] aor.ἀποστρέψασκε Il.22.197
, etc.: [tense] pf. :—[voice] Pass. and [voice] Med., [tense] fut.- στρέψομαι X.Cyr.5.5.36
, Plu.2.387c: [tense] aor. -εστράφην [ᾰ], S.OC 1272, etc.; later- εστρεψάμην LXXHo.8.3
, prob. in Ar.Nu. 776: [tense] fut.- στρᾰφήσομαι LXXNu.25.4
, al.: [tense] pf.- έστραμμαι Hdt.1.166
, etc.: [dialect] Ion. [ per.] 3pl. [tense] plpf. - εστράφατο ibid.; (iii B.C.): — turn back: hence, either turn to flight,ὄφρ'.. Ἀχαιοὺς αὖτις ἀποστρέψῃσιν Il.15.62
, etc., cf. Hdt. 8.94; or turn back from flight, X.Cyr.4.3.1; send home again, Th.4.97, 5.75; ῥῆμα bring back word, LXX4 Ki.22.9; ἀποστρέψαντε πόδας καὶ χεῖρας having twisted back the hands and feet so as to bind them, Od.22.173, 190,cf. S.OT 1154; ;ἀποστρέφετε τὰς χεῖρας αὐτῶν, ὦ Σκύθαι Ar.Lys. 455
;ἀ. τὸν αὐχένα Hdt.4.188
; guide back again,ἀποστρέψαντες ἔβαν νέας Od.3.162
; ἴχνι' ἀποστρέψας having turned the steps of the oxen backwards so as to make it appear that they had gone the other way, h.Merc.76; turn away, avert,αὐχέν' ἀποστρέψας Thgn.858
;ἀπέστρεψ' ἔμπαλιν παρηΐδα E.Med. 1148
; butτὸ πρόσωπον πρός τινα Plu.Publ.6
; bring back, recall,ἐξ ἰσθμοῦ X.An.2.6.3
; φῶτας ἀπέστρεψεν Περσεφόνης θαλάμων [Emp.] 156.4.2 turn away or aside, divert, v.l. in Th.4.80, etc.; ὕδατα cut off water from a besieged town, Ph.Bel.97.4;τὸν Κάϋστρον SIG 839.14
([place name] Ephesus);τὸν πόλεμον ἐς Μακεδονίαν Arr.An.2.1.1
; avert a danger, an evil, etc.,πῆμ' ἀ. νόσου A.Ag. 850
([place name] Porson); prevent, Dsc. 2.136; rebut, (v. supr.);ἀ. τύχην μὴ οὐ γενέσθαι Antipho6.15
codd.;ἀ. εἰς τοὐναντίον τοὺς λόγους Pl.Sph. 239d
;τὰς πράξεις εἰς τοὺς ἀντιδίκους Arist.Rh.Al. 1442b6
.3ἀ. τινά τινος
dissuade from,X.
Eq.Mag.1.12;τινὰ ἀπὸ τοῦ λήμματος Din.2.23
;πότων ἀ. τοὺς στομάχους D.H.Dem.15
.II as if intr. (sc. ἑαυτόν, ἵππον, ναῦν, etc.), turn back, Th.6.65;ἀ. ὀπίσω Hdt.4.43
;ἀ. πάλιν S.OC 1403
.B [voice] Pass., to be turned back, ἀπεστράφθαι τοὺς ἐμβόλους, of ships, to have their beaks bent back, Hdt.1.166; ἀποστραφῆναι.. τὼ πόδε to have one's feet twisted, Ar. Pax 279; closecurled,Arist.
Phgn. 809b26.II [voice] Med. and [voice] Pass., turn oneself from or away, ; back to back,Apollod.
Poliorc.145.2: esp.,1 turn one's face away from, abandon, c. acc., Phoc.2, Sallust.3;ἐχθροῦ ἀξίωσιν Epicur. Fr. 215
;μή μ' ἀποστραφῇς S.OC 1272
;μή μ' ἀποστρέφου E.IT 801
, cf. Ar. Pax 683, X.Cyr.5.5.36, PSIl.c.;τὸ θεῖον ῥᾳδίως ἀπεστράφης E. Supp. 159
: also c. gen., : c. dat.,ἀστεφανώτοισι ἀπυστρέφονται Sapph.78
: abs.,μὴ πρὸς θεῶν.. ἀποστραφῇς S.OT 326
; ἀπεστραμμένοι λόγοι hostile words, Hdt.7.160; to be alienated,Phld.
Lib.p.80.2 turn oneself about, X.Cyr.1.4.25; ἅρματα ἀπεστραμμένα ὥσπερ εἰς φυγήν ib.6.2.17; ἀποστραφῆναι λυγιζόμενος escape by wriggling, Pl.R. 405c.3 ἀποστραφῆναί τινος fall off from one, desert him, X. HG4.8.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποστρέφω
-
58 ἀπόστροφος
ἀπό-στροφος, ον,A turned away, averted,ἀποστρόφους αὐγὰς ἀπείρξω S.Aj.69
: turned away from, c. gen.,σελήνης Man.1.57
: also c. dat.,δισσοῖς σελάεσσιν ἀ. οἶμον ἰοῦσα Id.6.127
. Adv.- φως Lyd.Ost.15
.b Astrol., not conjoined, Vett. Val.53.24, etc.2 to be turned from, dreadful, epith. of the Erinyes, Orph.H.70.8.II as Subst., [suff] ἀπό-στροφος, ἡ, apostrophe, Sch.D.T.p.135H., etc.; mark of elision, EM638.19, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόστροφος
-
59 ἀπόσφιγξις
A squeezing tight, Hp.Fract. 11 (pl.), Art.69 (pl.):—in form [suff] ἀπό-σφιξις, ligature above a poisonous bite, Philum.Ven.22.4, cf. Leonid. ap. Orib.45.23.78, Antyll.ib.7.9.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόσφιγξις
-
60 ἀπότακτος
ἀπό-τακτος, ον,A set apart for a special use,σιτία Hdt.2.69
; ἀπότακτον, τό, 'speciality', Philem.76;ἀ. χρεία Heliod.
ap. Orib.49.4.7.2 settled, appointed, D.; fixed,ἐκφόριον PTeb.42.12
(ii B. C.);φόρος POxy.280.17
(i A. D.), etc.:—Subst. [suff] ἀπό-τακτον, τό, fixed rent, ib.1124.9 (i A. D.); prescribed sum, PFay.39(ii A. D.), Porph.Abst.4.17; ἱερὸν ἀ. imperial assessment, POxy.1662.14(iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπότακτος
См. также в других словарях:
ἁπό — ἀπό , ἀπό ápa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπό — ápa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπο — ἀπό ápa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… … Dictionary of Greek
από — πρόθεση, συντάσσεται με ονομαστική και αιτιατική (πολύ σπν., και μονάχα σε ορισμένες φράσεις, με γενική: «από γεννησιμιού», «από χρόνου», «από στραβού διαβόλου» κτλ.) και σημαίνει: 1. κίνηση από τόπο, απομάκρυνση, χωρισμό: Λείπει από το σπίτι. 2 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… … Dictionary of Greek
Ἀπὸ λεπτῆς κρόκης ὁ πᾶς οὗτος πλοῦτος ἀπήρηται. — См. Висит на нитке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ λεπτοῦ φασὶ μίτου τὸ ζῆν ἠρτῆσθαι. — См. Висит на нитке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ τὸν ὄρθρον ἔφευγεν καὶ ἔμπροσθέν μου λοιτουργίαν εὗρον. — См. Из огня да в полымя … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ τῶν ἁπαλῶν ὅνυχων. — См. От младых ногтей … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ κακοῦ δανειστοῦ, κ’ὰν σακκίον ἀχύρου. — См. От худого должника хоть мякиною бери … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)