Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀπο-κλίνω

  • 1 ἀπο-κλίνω

    ἀπο-κλίνω, 1) ablenken, Od. 19, 556; zurücklenken, H. h. Ven. 169; umstoßen, im pass., κεράμιον ἐλαίου Dem. 59, 24, vgl. Plut. Galb. 27. – 2) häufiger intr., vom Wege abgehen, δόξαντ' ἀποκλῖναι Soph. O. R. 1192 ( Schol. ἐκπεσεῖν); Xen. An. 2, 2, 17, ausbiegen; νεὼς νῠν μὲν ὀρϑῆς πλεούσης, νῠν δὲ ἀποκλινούσης Dio Chrys. II, 366; – sich hinneigen, bes. a) von Gegenden, die nach den Himmelsgegenden bestimmt werden, πρὸς τὴν ἠῶ Her. 4, 22; vgl. 3, 114; πρὸς τοὺς ἄρκτους Pol. 3, 47. – b) von der Tageszeit, ἡμέρας ἀποκλινομένης, der Tag neigt sich, Her. 4, 181; vgl. 3, 104. – c) von der Neigung, πρὸς τὸ κόσμιον Plat. Legg. VII, 802 e; εἴς τινα τέχνην VIII, 847 a; ἐπὶ τὰς τύχας Isocr. 4, 163; ἐπὶ τὸ ῥᾳϑυμεῖν Dem. 1, 13; πρὸς τὴν ἡδονήν Arist. Eth. Nic. 10, 1, 3; öfter im tadelnden Sinne, πρὸς ϑηριώδη φύσιν Plat. Polit. 309 d; – ἀποκλῖναι καλῶς, zum Guten ausschlagen, Schol. Ar. Nubb. 583.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀπο-κλίνω

  • 2 συν-απο-κλίνω

    συν-απο-κλίνω, mit od. zugleich abbiegen, ablenken, auch intrans., mit abbiegen, abgehen, ἐπ' ἀμφότερα, Plut. an seni 12.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > συν-απο-κλίνω

  • 3 ἐν-απο-κλίνω

    ἐν-απο-κλίνω, darauf niederlegen, ἑαυτὸν στιβάδι Philostr. iun. 3.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἐν-απο-κλίνω

  • 4 δια-κλίνω

    δια-κλίνω (s. κλίνω), 1) ausweichen, vermelden, τὰς καταγραφάς Pol. 35, 4; τὸ φἰλημα Plut. Alex. 54. – 2) absol., Pol. 7, 11; τῆς ἀγορᾶς, vom Markt abgehen, 11, 9; auch ἀπὸ τῶν πυλῶν, 6, 41.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > δια-κλίνω

  • 5 ἐκ-κλίνω

    ἐκ-κλίνω (s. κλίνω), ausbeugen; ὄνομα, ein Wort abändern, Plat. Crat. 404 d. – Gew. intr., ausweichen, sich zurückziehen; καὶ φεύγειν Xen. Cyr. 1, 4, 23; öfter, bes. Pol.; ἀπό τινος, Thuc. 5, 73; τὴν ἔφοδον, vor dem Angriff, Pol. 1, 34, 4; οὐ σέ, τὸν λέοντα δ' ἐκκλίνω Babr. 91, 5; τὶ καὶ μὴ πράττειν, vermeiden, Plat. Legg. V, 746 c; Ggstz περιπίπτειν Epict. enchir. 2; – sich hinneigen, εἰς δῆμον Arist. pol. 2, 11.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἐκ-κλίνω

  • 6 ἀποκλίνω

    ἀπο-κλίνω [ῑ], [tense] fut. - ῐνῶ:— [voice] Pass., [tense] aor. -εκλίθην, poet.
    A

    - εκλίνθην Theoc.3.37

    :— turn off or aside,

    ὄνειρον Od.19.556

    ;

    αὐγήν Sor.1.100

    ; turn back, h.Ven.168: metaph.,

    τὴν διάνοιαν Simp.in Ph.1164.39

    :—[voice] Pass. (cf. 111.1), slope away, of countries,

    τὰ πρὸς τὴν Γελῴαν ἀποκεκλιμένα D.S.13.89

    ; of the day, decline towards evening, ἀποκλινομένης τῆς μεσαμβρίης, τῆς ἡμέρης, Hdt.3.104, 114, 4.181.
    II [voice] Pass., to be upset, D.55.24, Plu.Galb. 27.
    III more freq. intr. in [voice] Act.,
    1 of countries, slope,

    ὡς πρὸς τὰς ἄρκτους Plb.3.47.2

    .
    2 turn aside or off the road, X.An. 2.216, Theoc.7.130: hence, τὸ πρὸς τὴν ἠῶ ἀποκλίνοντι as one turns to go eastward, Hdt.4.22.
    4 with a bad sense, fall away, decline, S.OT 1192 (lyr.);

    ἐπὶ τὸ ῥαθυμεῖν D.1.13

    ;

    πρὸς θηριώδη φύσιν Pl.Plt. 309e

    : generally, tend, incline,

    πρὸς τὰς ἡδονάς Arist.EN 1121b10

    , cf. Pl.R. 547e; ἀ. ὡς πρὸς τὴν δημοκρατίαν, πρὸς τὴν ὀλιγαρχίαν, Arist. Pol. 1293b35, 1307a15;

    ἀ. ἐίς τινα τέχνην Pl.Lg. 847a

    ; πρὸς τὸ κόσμιον ib. 802e; to be favourably disposed,

    πρός τινα D.23.105

    .
    5 Astrol., of planets, enter the ἀπόκλιμα (q.v.), opp. ἐπίκεντρος εἶναι, Plot.2.3.1, cf. 3, Ptol.Tetr. 115.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκλίνω

  • 7 ἀποκλίνω

    ἀπο-κλίνω, only aor. part. ἀποκλίναντα: turn off, ‘giving a different turn’ to the interpretation, Od. 19.556†.

    A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποκλίνω

  • 8 ἀποκλίνω

    ἀπο-κλίνω, (1) ablenken; zurücklenken; umstoßen. (2) häufiger intr., vom Wege abgehen, ausbiegen; sich hinneigen, bes. (a) von Gegenden, die nach den Himmelsgegenden bestimmt werden. (b) von der Tageszeit. (c) von der Neigung; öfter im tadelnden Sinne

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ἀποκλίνω

  • 9 αποκλινω

         (ῑ) (aor. pass. ἀπεκλίθην - Theocr. ἀπεκλίνθην)
        1) отклонять, смещать, поворачивать(ся)
        

    (εἰς αὗλιν HH.; ἐπ΄ ἀριστερά Theocr.; τὰ πρὸς τέν Γέλαν ἀποκεκλιμένα τῆς χώρας μἐρη Diod.)

        2) перен. перетолковывать
        3) опрокидывать
        4) pass. склоняться к закату
        5) ( о местности) быть обращенным
        

    (πρὸς τέν ἠῶ Her.; πρὸς τὰς ἄρκτους Polyb.)

        6) быть склонным, склоняться
        

    (πρός τι Plat., Arst., Plut., εἴς τι Plat., Plut. и ἐπί τι Isocr., Dem.)

        7) быть благосклонным
        

    (πρός τινα Dem.)

        8) кончаться, пропадать Soph.

    Древнегреческо-русский словарь > αποκλινω

  • 10 ἐναποκλίνω

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ἐναποκλίνω

  • 11 συναποκλίνω

    συν-απο-κλίνω, mit od. zugleich abbiegen, ablenken; intrans., mit abbiegen, abgehen

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > συναποκλίνω

  • 12 свалить

    свалю, свалишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καταρρίπτω•

    свалить снег с крыши ρίχνω κάτω το χιόνι από τη στέγη•

    ветер -ил дерево ο άνεμος έρριξε κάτω το δέντρο•

    болезнь -ла его на постель η άρρωστεια τον έρριξε στο κρεβάτι,

    2. μτφ. ανατρέπω• γκρεμίζω.
    3. μτφ. ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι, γλυτώνω.
    4. μτφ. το (τα) ρίχνω, το (τα) φορτώνω σε (για ευθύνη, σφάλμα κ.τ.τ.). || αποδίδω, ανάγω.
    5. ρίχνω άτακτα•

    свалить в кучу ρίχνω σωρό, σωριάζω.

    6. κλίνω, γέρνω.
    7. (κυνηγ.) απολύω, αφήνω όλα μαζί•

    свалить гончих αφήνω όλα μαζί τα λαγωνικά.

    1. πέφτω•

    свалить с крыши πέφτω από τη στέγη•

    свалить с лошади πέφτω από το άλογο.

    || καταρρέω, γκρεμίζομαι•

    старый дом -лся το παλαιό σπίτι έπεσε.

    || εμφανίζομαι απροσδόκητα.
    2. πέφτω βαριά άρρωστος. || (για ζώα)• ψοφώ.
    3. γέρνω, κλίνω προς τα κάτω.
    4. (κυνηγ.) μαζεύομαι, συναθροίζομαι, (γ ι, α σκυλιά).
    εκφρ.
    свалить с плеч – (για ενδυμασία) κα-ταφθείρομαι, σώνομαι, λιώνω.
    ρ.σ.
    1. φεύγω, ξεχύνομαι (για πλήθος, μάζες κλπ.),
    μετακινούμαι, μετατοπίζομαι,
    2. λιγοστεύω, ελαττώνομαι(κατά την έκταση)• (ζε)πέφτω•

    жара -ла ο καύσονας ξέπεσε.

    (απλ.) περνώ, φεύγω (για σύννεφο).

    Большой русско-греческий словарь > свалить

  • 13 клонить

    клоню, клонишь
    ρ.δ.
    1. κλίνω, γέρνω, κάμπτω, λυγίζω•

    ветер клонил верхушки деревьев ο άνεμος λύγιζε τις κορυφές των δέντρων•

    лодку -ло на бок η βάρκα έγερνε.

    2. με παίρνει, με πιάνει•

    клонит ко сну νυστάζω•

    меня от жары к лени клонит από τη ζέστη με πιάνει η τεμπελιά.

    3. τραβώ, κατευθύνομαι, παίρνω τροπή•

    дело к разрыву -ит η υπόθεση τραβάει για χάλασμα, η υπόθεση λασπώνει.

    || μτφ. στρέφω, γυρίζω.
    εκφρ.
    клонить голову (шею, спинку) – σκύβω, υποκύπτω, ενδίδω•
    клонить очи ή взор – χαμηλώνω τα μάτια, το βλέμμα.
    1. κλίνω, γέρνω, λυγίζω•

    ветви ивы -ятся к самой воде τα κλαδιά της ιτιάς γέρνουν ως το νερό•

    голова -ится от дремоты κουτουλιέμαι από τη νύστα.

    || (για ουράνια σώματα, μέρα κ.τ.τ.) γέρνω προς τη δύση•

    солнце -ится к западу ο ηλιος γέρνει•

    день -ится η μέρα γέρνει.

    2. μτφ. πλησιάζω, κοντεύω•

    дело -ится к развязке η υπόθεση παίρνει τέλος•

    победа -лась на нашу сторону η νίκη έκλινε προς εμάς.

    3. αποσκοπώ, αποβλέπω•

    так вот к чему -лись его речи να λοιπόν σε τι αποσκοπούσαν οι λόγοι του.

    Большой русско-греческий словарь > клонить

  • 14 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 15 сложить

    сложу, сложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βάζω, ΐοποθετώ με τη σειρά, με τάξη, τακτοποιώ•

    сложить дрова в поленницу θημωνιάζω τα καυσόξυλα•

    сложить вещи в чемодан τακτοποιώ τα πράγματα στη βαλίτσα.

    2. προσθέτω•

    сложить три с шестью προσθέτω το τρία με το έξι•

    сложить два и один προσθέτω δύο και ενα.

    3. συνθέτω, ενώνω• φτιάχνω (από τεμάχια)•

    сложить домик из кубиков φτιάχνω σπιτάκι από κύβους.

    4. χτίζω•

    сложить пчку χτίζω θερμάστρα.

    5. συνθέτω•

    сложить песню συνθέτω τραγούδι•

    сложить стих φτάχνω ποίημα (στ ιχουργώ).

    6. διπλώνω•

    сложить салфетку διπλώνω την πετσέτα του φαγητού.

    || συμπτύσσω, μαζεύω, κλείνω•

    сложить нож κλείνω το σουγιά.

    || συμπτύσσω• σταυρώνω•

    сложить руки на груди σταυρώνω τα χέρια στο στήθος•

    сложить ноги κάθομαι σταυροπόδι-- губы σουφρώνω τα χείλη.

    7. κατεβάζω, αποθέτω•

    сложить ношу с плеч κατεβάζω το φορτίο από τους ώμους.

    || παλ. ακυρώνω, καταργώ, χαρίζω (ποινή, φταίξιμο).
    8. καταθέτω την εντολή• παραδίνω τα καθήκοντα• παραιτούμαι• απαλλάσσομαι από κάτι.
    εκφρ.
    сложить всла – αφήνω τα κουπιά (παύω να κωπηλατώ)•
    сложить голову ή кости – κλίνω (γέρνω) το κεφάλι, αφήνω τα κόκκαλα (πεθαίνω)•
    сложить оружие – καταθέτω το όπλο (παραδίνομαι)•
    сложить руки – σταυρώνω τα χέρια (παύω να δρω)•
    сложа руки сидеть – κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια (δεν κάνω τίποτε).
    1. φτιάχνομαι, γίνομαι. || συγκροτούμαι,., οργανώνομαι (σε ομάδες κ.τ.τ.).
    2. συντίθεμαι.
    3. καθιερώνομαι, ριζώνομαι•

    у меня -лась привычка μου έγινε συνήθεια•

    -лись цены καθιερώθηκαν οι τιμές.

    || παίρνω τροπή, φάση, στροφή•

    обстоятельства -лись благоприятно οι περιστάσεις πήραν ευνοΐκή τροπή.

    4. ωριμάζω, αντρώνομαι. || μτφ. διαμορφώνομαι, διαπλάθομαι•

    характер у него ещё не -лся ο χαρακτήρας του ακόμα δε διαμορφώθηκε.

    || αποκτιέμαι.
    5. συμπτύσσομαι, μαζεύομαι• διπλώνομαι.
    6. συνεισφέρω χρήματα (για κοινήυπόθεση).
    7. μαζεύω τα πράγματα μου (για αναχώρηση).

    Большой русско-греческий словарь > сложить

  • 16 πρόσωπον

    πρόσωπον, ου, τό (Hom.+; loanw. in rabb.).
    lit. face, countenance Mt 6:16f; 17:2; Mk 14:65; Lk 9:29 (s. εἶδος 1); Ac 6:15ab (Chariton 2, 2, 2 θαυμάζουσαι τὸ πρόσωπον ὡς θεῖον; Damasc., Vi. Isid. 80 Πρόκλος ἐθαύμαζε τὸ Ἰσιδώρου πρόσωπον, ὡς ἔνθεον ἦν; Marinus, Vi. Procli 23); 2 Cor 3:7 twice, 13 (JMorgenstern, Moses with the Shining Face: HUCA 2, 1925, 1–28); cp. vs. 18; 4:6; but in the last two passages there is a transition from the face of Moses to a symbolic use of πρ. (s. 1bβג below); Rv 4:7; 9:7ab; 10:1; IEph 15:3 (cp. 1bβו); MPol 12:1; Hv 3, 10, 1; B 5:14; GJs 17:2; 18:2 (codd.). ἐμβριθεῖ τῷ πρ. MPol 9:2 (s. ἐμβριθής). ποίῳ προσώπῳ GJs 13:1b. πρόσωπον τῆς γενέσεως αὐτοῦ the face he was born with Js 1:23 (γένεσις 2a). ἐμπτύειν εἰς τὸ πρ. τινος spit in someone’s face (s. ἐμπτύω) Mt 26:67. εἰς πρ. δέρειν τινά strike someone in the face 2 Cor 11:20. τύπτειν τὸ πρ. GJs 13:1a. συνέπεσεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ his face fell or became distorted 1 Cl 4:3; cp. vs. 4 (Gen 4:6 and 5; JosAs 13:8). πίπτειν ἐπὶ (τὸ; the art. is usu. lacking; B-D-F §255, 4; 259, 1; cp. Rob. 792) πρ. αὐτοῦ fall on one’s face as a sign of devotion (=נָפַל עַל פָּנָיו; cp. Gen 17:3; Ruth 2:10; TestAbr A 9 p. 86, 16 [Stone p. 20]; JosAs 14:4 al.; ApcSed 14:2) Mt 17:6; 26:39; Rv 7:11; 11:16. Without αὐτοῦ (Gen 17:17; Num 14:5; Jos., Ant. 10, 11) Lk 5:12; 17:16; 1 Cor 14:25.
    personal presence or relational circumstance, fig.
    α. in all kinds of imagery which, in large part, represent OT usage, and in which the face is oft. to be taken as the seat of the faculty of seeing. Βλέπειν πρόσωπον πρὸς πρόσωπον to see face to face 1 Cor 13:12 (cp. Gen 32:31 [Jos., Ant. 1, 334 θεοῦ πρόσωπον]; Judg 6:22. See HRiesenfeld, ConNeot 5, ’41, 19; 21f [abstracts of four articles]). κλίνειν τὸ πρ. εἰς τὴν γῆν Lk 24:5 (κλίνω 1). πρ. κυρίου ἐπὶ ποιοῦντας κακά 1 Pt 3:12; 1 Cl 22:6 (both Ps 33:17). ἐπίφανον τὸ πρ. σου ἐφʼ ἡμᾶς (ἐπιφαίνω 1) 60:3 (s. Num 6:25). ἐμφανισθῆναι τῷ προσώπῳ τοῦ θεοῦ (ἐμφανίζω 1) Hb 9:24. βλέπειν τὸ πρ. τινος, i.e. of God (βλέπω 1a, ὁράω A1c and s. JBoehmer, Gottes Angesicht: BFCT 12, 1908, 321–47; EGulin, D. Antlitz Jahwes im AT: Annal. Acad. Scient. Fenn. 17, 3, 1923; FNötscher, ‘Das Anges. Gottes schauen’ nach bibl. u. babylon. Auffassung 1924) Mt 18:10; cp. Rv 22:4. ὁρᾶν, ἰδεῖν or θεωρεῖν τὸ πρ. τινος see someone’s face, i.e. see someone (present) in person (UPZ 70, 5 [152/151 B.C.] οὐκ ἄν με ἶδες τὸ πρόσωπον. See Gen 32:21; 43:3, 5; 46:30 al.) Ac 20:25, 38; 1 Th 2:17b; 3:10; IRo 1:1; s. IPol 1:1. τὸ πρόσωπόν μου ἐν σαρκί Col 2:1. τῷ προσώπῳ ἀγνοούμενος unknown by face, i.e. personally Gal 1:22 (ἀγνοέω 1b). ἀπορφανισθέντες ἀφʼ ὑμῶν προσώπῳ οὐ καρδίᾳ (dat. of specification) orphaned by separation from you in person, not in heart (or outwardly, not inwardly) 1 Th 2:17a. ἐκζητεῖν τὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων (ἐκζητέω 1) B 19:10; D 4:2. ἀποστρέφειν τὸ πρ. ἀπό τινος (ἀποστρέφω 1) 1 Cl 18:9 (Ps 50:11); 16:3 (Is 53:3). στερεῖν τοῦ προσώπου τινός B 13:4 (Gen 48:11).—τὸ πρόσωπον στηρίζειν (s. στηρίζω 2 and cp. SAntoniades, Neotestamentica: Neophilologus 14, 1929, 129–35) Lk 9:51. τὸ πρ. αὐτοῦ ἦν πορευόμενον εἰς Ἰερουσαλήμ his face was set toward Jerusalem vs. 53 (cp. 2 Km 17:11).—θαυμάζειν πρόσωπον flatter Jd 16 (PsSol 2:18; s. also θαυμάζω 1bα). λαμβάνειν πρόσωπον (=נָשָׂא פָנִים; cp. Sir 4:22; 35:13; 1 Esdr 4:39; s. Thackeray p. 43f; B-D-F p. 3, note 5; Rob. 94) show partiality or favoritism Lk 20:21; B 19:4; D 4:3. λαμβ. πρόσωπόν τινος (cp. Mal 1:8) Gal 2:6. S. PKatz, Kratylos 5, ’60, 161.
    β. governed by prepositions, in usages where πρ. in many cases requires a dynamic equivalent
    א. ἀπὸ προσώπου τινός from the presence of someone (JosAs 28:10; Just., A I, 36, 1; s. Vi. Aesopi W 104 v.l. p. 188 last line P. ἐπιστολὴ ὡς ἐκ προσώπου τοῦ Αἰσώπου) Ac 3:20; (away) from someone or someth. (Ctesias: 688 Fgm. 9 Jac. φυγεῖν ἀπὸ προσώπου Κύρου; LXX; PsSol 4:8 al.; Herodas 8, 59 ἔρρʼ ἐκ προσώπου=get out of my sight; TestAbr A 2 p. 78, 11 [Stone p. 4] ἐκ προσώπου: here because of the compound ἐξέρχομαι) 5:41; 7:45; 2 Th 1:9; Rv 6:16 (Is 2:10, 19, 21); 12:14; 20:11 (cp. Ex 14:25; Josh 10:11; Sir 21:2; 1 Macc 5:34 and oft.) 1 Cl 4:8 (s. ἀποδιδράσκω), 10 (s. the passages cited for Rv 20:11 above); 18:11 (Ps 50:13; ἀπο[ρ]ρίπτω 2); 28:3 (Ps 138:7).
    ב. εἰς πρόσωπον: (Aesop, Fab. 302 P.= εἰς Ζηνὸς πρόσωπον ἔρχεσθαι=before the face of Zeus) εἰς πρόσωπον τῶν ἐκκλησιῶν before (lit. ‘in the face of’) the congregations 2 Cor 8:24. τὰ φαινόμενά σου εἰς πρόσωπον what meets your eye, i.e. the visible world IPol 2:2. βλέπειν εἰς πρόσωπόν τινος Mt 22:16; Mk 12:14 (s. βλέπω 4). To one’s face i.e. when present Hv 3, 6, 3 cj. (cp. POxy 903, 2; BGU 909, 12).
    ג. ἐν προσώπῳ (Maximus Tyr. 38, 1a) ἐν προσώπῳ Χριστοῦ before the face of Christ that looks down with approval 2 Cor 2:10 (cp. Pr 8:30; Sir 35:4), or as the representative of Christ (REB); difft. 4:6 on the face of Christ (s. 1a above).
    ד. κατὰ πρόσωπον face to face, (present) in person (Polyb. 24, 15, 2; Diod S 19, 46, 2; Plut., Caesar 716 [17, 8]; IMagnMai 93b, 11; IPriene 41, 6; OGI 441, 66 [81 B.C.]; PLond II, 479, 6 p. 256 [III A.D.?]; POxy 1071, 1) B 15:1. (Opp. ἀπών) 2 Cor 10:1. Παῦλος, ὸ̔ς γενόμενος ἐν ὑμῖν κατὰ πρόσωπον Pol 3:2. πρὶν ἢ ὁ κατηγορούμενος κατὰ πρόσωπον ἔχοι τοὺς κατηγόρους before the accused meets his accusers face to face Ac 25:16, κατὰ πρόσωπον αὐτῷ ἀντέστην I opposed him to his face Gal 2:11 (cp. Diod S 40, 5a of an accusation κατὰ πρόσωπον; 2 Macc 7:6; Jos., Ant. 5, 46; 13, 278).—κατὰ πρόσωπον with partiality, in favoritism B 19:7; D 4:10.—τὰ κατὰ πρόσωπον what is before your eyes 2 Cor 10:7.—Used w. the gen. like a prep. (PPetr III, 1 II, 8 κατὰ πρόσωπον τοῦ ἱεροῦ; LXX; Jos., Ant. 3, 144; 9, 8) κατὰ πρ. τινος before or in the presence of someone (Jos., Ant. 11, 235) Lk 2:31; Ac 3:13; 16:9 D; 1 Cl 35:10 (Ps. 49:21).
    ה. μετὰ προσώπου: πληρώσεις με εὐφροσύνης μετὰ τοῦ προσώπου σου Ac 2:28 (Ps 15:11); μετά A 2γ ג.
    ו. πρὸ προσώπου τινός (LXX; TestAbr A 12 p. 91, 4 [Stone p. 30] πρὸ προσώπου τῆς τραπέζης; GrBar 1:4; s. Johannessohn, Präp. 184–86) before someone Mt 11:10; Mk 1:2; Lk 7:27 (on all three cp. Mal 3:1).—Lk 1:76 v.l. (s. Ex 32:34); 9:52 (s. Ex 23:20); 10:1; 1 Cl 34:3 (s. Is 62:11). IEph 15:3 (cp. 1a).—πρὸ προσώπου τῆς εἰσόδου αὐτοῦ Ac 13:24 (εἴσοδος 2).
    entire bodily presence, person (Polyb. 5, 107, 3; 8, 13, 5; 12, 27, 10; 27, 7, 4; Diod S 37, 12, 1; Plut., Mor. 509b; Epict. 1, 2, 7; Vett. Val. s. index; Just., A I, 36, 2; POxy 1672, 4 [37–41 A.D.] ξένοις προσώποις=to strangers; 237 VII, 34; PRyl 28, 88. Cp. Phryn. p. 379 Lob., also Lob.’s comment p. 380; KPraechter, Philol 63, 1904, 155f) ὀλίγα πρόσωπα a few persons 1 Cl 1:1; ἓν ἢ δύο πρ. 47:6. τὰ προγεγραμμένα πρ. the persons mentioned above IMg 6:1. Here is surely also the place for ἐκ πολλῶν προσώπων by many (persons) 2 Cor 1:11 (from Luther to NRSV et al.; ‘face’ is preferred by Heinrici, Plummer et al.—With this expr. cp. Diod S 15, 38, 4 ἐκ τρίτου προσώπου=[claims were raised] by a third ‘party’, i.e. Thebes, against Sparta and Athens).
    the outer surface of someth., face= surface πρόσωπον τῆς γῆς (Gen 2:6; 7:23; 11:4, 8 al.) Lk 21:35; Ac 17:26; B 11:7 (Ps 1:4); and 6:9 prob. belongs here also.
    that which is present in a certain form or character to a viewer, external things, appearance opp. καρδία (1 Km 16:7) 2 Cor 5:12. πρόσωπον εἰρήνης (opp. πονηρίαι … ἐν ταῖς καρδίαις) Hv 3, 6, 3. ἡ εὐπρέπεια τοῦ προσώπου αὐτοῦ (i.e. of grass and flowers) Js 1:11. Of the appearance of the sky Mt 16:3; cp. Lk 12:56 (s. Ps 103:30).—SSchlossmann, Persona u. Πρόσωπον im röm. Recht u. christl. Dogma 1906; RHirzel, Die Person; Begriff u. Name derselben im Altertum: SBBayAk 1914, Heft 10; HRheinfelder, Das Wort ‘Persona’; Gesch. seiner Bed. 1928; FAltheim, Persona: ARW 27, 1929, 35–52; RAC I 437–40; BHHW I 93f. B. 216.—DELG. M-M. EDNT. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > πρόσωπον

  • 17 тяготеть

    тяготе||ть
    несов
    1. физ. Ιλκομαι ἀπό, ρέπω προς, κλίνω·
    2. перен τείνω, κλίνω, ἔχω τάση γιά:
    \тяготеть· к иску́сству ἔχω κλίση στήν τέχνη· ◊ несчастья \тяготетьют над ним ἡ δυστυχία τόν καταδιώκει.

    Русско-новогреческий словарь > тяготеть

  • 18 завалить

    -валю, -валишь, παθ. μτχ.
    παρλθ. χρ. заваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. γεμίζω•

    завалить яму кэмними γεμίζω το λάκκο με πέτρες.

    || κλείνω, φράζω•

    бревнами -ли улицу με κούτσουρα έκλεισαν το δρόμο.

    || συσσωρεύω, στοιβάζω. || μτφ. είμαι παραφορτωμένος•

    работой я завален всегда από δουλειά είμαι πάντοτε παραφορτωμένος.

    2. γέρνω, κλίνω•

    больной -ил голову назад ο άρρωστος έγειρε πίσω το κεφάλι.

    3. ρίχνω κάτω, γκρεμίζω•

    завалить стену γκρεμίζω τον τοίχο.

    4. μτφ. (απλ.) χαλαρώνω, ξεχαρβαλώνω.
    5. απρόσ. (απλ.) αισθάνομαι βάρος (στο λαιμό, στήθος, αυτιά κ.τ.τ.).
    1. πέφτω•

    книга -лась за диван το βιβλίο έπεσε πίσω στο ντιβάνι.

    || χώνομαι, εισδύω.
    2. γέρνω, κλίνω•

    голова -лась το κεφάλι έγειρε.

    3. γκρεμίζομαι, πέφτω, σωριάζομαι•

    старый дом -лся το παλιόσπιτο έπεσε.

    4. μτφ. (απλ.) αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση ναυάγησε.

    εκφρ.
    (хоть) завались – (απλ.) αφθονία.

    Большой русско-греческий словарь > завалить

  • 19 свесить

    свешу, свесишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. свешенный, βρ: -шен, -а, -о
    κρεμώ•

    свесить ковры с балкона κρεμώ τα χαλιά από το μπαλκόνι•

    свесить ноги κρεμώ (αιωρώ) τα πόδια.

    || κλίνω, γέρνω, κάμπτω• λυγίζω•

    свесить голову κρεμώ το κεφάλι•

    ива -ла ветви η ιτιά κρέμασε τα κλαδιά.

    κρεμιέμαι, κρέμομαι. || κλίνω, γέρνω, λυγίζω, κάμπτομαι.
    ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. свесить1); ζυγίζω, σταθμίζω.
    (απλ.) ζυγίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > свесить

  • 20 отклонить

    -лоню, -лонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отклонённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. κλίνω, γέρνω•

    отклонить корпус назад γέρνω το σώμα πίσω.

    || λυγίζω•

    -ветку λυγίζω το κλαδάκι.

    || αποκλίνω παρεκκλίνω•

    изменение погоды -ло стрелку барометра η αλλαγή του καιρού έκανε να αποκλίνει ο δείκτης του βαρόμετρου.

    || κινώ, κουνώ•

    отклонить маятник κινώ το εκκρεμές.

    || απομακρύνω•

    отклонить от себя απομακρύνω από κοντά μου.

    2. αποτρέπω, εμποδίζω•

    он-ил его от необдуманного поступка αυτός τον απέτρεψε από την απερίσκεπτη πράξη,

    3. μτφ. απορρίπτω δε δέχομαι•

    отклонить просьбу απορρίπτω την αίτηση•

    отклонить приглашение δε δέχομαι, την πρόσκληση.

    1. αποκλίνω•

    стрелка -лась ο δείκτης απόκλινε.

    || εκκλίνω, αποφεύγω•

    от удара αποφεύγω το χτύπημα.

    2. παρεκκλίνω, λοξοδρομώ. || μτφ. απομακρύνομαι, ξεφεύγω•

    -от темы ξεφεύγω από το θέμα.

    Большой русско-греческий словарь > отклонить

См. также в других словарях:

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… …   Dictionary of Greek

  • νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… …   Dictionary of Greek

  • κλίτος — Καθένας από τους τρεις ή πέντε διαδρόμους στους οποίους διαιρούνται με ενδιάμεσες κιονοστοιχίες οι παλιοί χριστιανικοί ναοί και ιδιαίτερα οι βασιλικές. Με τον όρο αυτό, εξάλλου, χαρακτηρίζεται στην τοπογραφία η κλίση τμήματος εδάφους. * * * (I)… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • κλίμακα — I (Γεωγρ.). Η σχέση μεταξύ μιας απόστασης σε ευθεία γραμμή, η οποία απεικονίζεται σε έναν χάρτη, με την ίδια απόσταση στο έδαφος. Για παράδειγμα, κ. 1: 1.000.000 σημαίνει ότι 1 χιλιοστό ή 1 εκατοστό ή 1 μέτρο στον χάρτη ισοδυναμεί με 1.000.000… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»