-
1 αποστερούμαι
ἀποστερέωrob: fut ind mid 1st sg (attic epic doric)ἀποστερέωrob: pres ind mp 1st sg (attic epic doric) -
2 ἀποστεροῦμαι
ἀποστερέωrob: fut ind mid 1st sg (attic epic doric)ἀποστερέωrob: pres ind mp 1st sg (attic epic doric) -
3 αποστερώ
-
4 лишаться
лишать||сяστεραβμαι, ἀποστερούμαι, χάνω:\лишатьсяся зрения χάνω τήν δράση μου· \лишатьсяся чувств χάνω τίς ἀἰσθήσεις μου, λιπο-θυμώ. -
5 ἀποστερέω
ἀποστερ-έω· —[voice] Pass., [tense] fut.A- στερηθήσομαι Lys.12.70
, v.l. in D.1.22; also- στερήσομαι E.HF 137
(lyr.), Th.6.91, D.24.210;ἀποστεροῦμαι And.1.149
: [tense] pf. ἀπεστέρημαι, etc.:—rob, despoil, defraud one of a thing, c. acc. pers. et gen. rei,χρημάτων ἀ. τινά Hdt.5.92
.έ; τὸν πατέρα τῆς τυραννίδος Ar.Av. 1605
; : c. acc. pers. et rei,μή μ' ἀποστερήσῃς ἡδονάν S.El. 1276
(lyr.), cf. Antipho 3.3.2, X.An.7.6.9, Is.8.43, etc.: abs., commit fraud, Ar.Nu. 487; ἀπεστερηκὼς ὑπ' ἀνάγκης being constrained to become a defaulter, Pl.Phdr. 241b;συνέστιον ὧν ἔκγονον ἢ ἀδελφὸν ἀπεστέρηκε γίγνεσθαι Id.Lg. 868d
:—[voice] Pass., to be robbed or deprived of, c. gen.,Ἑλλάδος ἀπεστερημένος Hdt.3.130
; ; ;ἁπάντων ἂν ἀπεστερήμην D.21.106
: c. acc.,ἵππους ἀπεστέρηνται X.Cyr.6.1.12
, etc.: abs., εἰ δ' ἀπεστερήμεθα if we have been frustrated, S.Aj. 782.2 ἀ. ἑαυτόν τινος detach, withdraw oneself from a person or thing,τῶν [ἀγαλμάτων].. ἀπεστέρησ' ἐμαυτόν Id.OT 1381
;οὐκ ἀποστερῶν γε τῶν ἐς τὴν πόλιν ἑαυτὸν οὐδενός Antipho 5.78
;ἄλλου ἑαυτὸν ἀ. Th.1.40
;ἀ. ἑαυτὸν τοῦ φρονεῖν Crobyl.3
; ἐκείνους.. ἀ. μὴ ἂν.. ἀποτειχίσαι deprive them of the power of walling off, Th.7.6:—reversely,ἀ. τὸν ἔλεον ἑαυτοῦ Plu.Aem.26
, cf.Dem.4.4 c. acc. rei only, filch away, S.Ph. 931; withhold, A.Pr. 777, S.OT 323, Ar.Nu. 1305; refuse payment of a debt, D.21.44, etc.; refuse to give up,παρακατ αθήκην Arist.Rh. 1383b21
; Ζεὺς ἀποστεροίη γάμον may he avertit, A.Supp. 1063(lyr.).5 τὸ σαφές μ' ἀποστερεῖ certainty fails me, E.Hel. 577.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποστερέω
См. также в других словарях:
ἀποστεροῦμαι — ἀποστερέω rob fut ind mid 1st sg (attic epic doric) ἀποστερέω rob pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απερύκω — ἀπερύκω, (Α) [ερύκω] 1. απωθώ, εμποδίζω, κρατώ κάποιον μακριά από κάτι 2. μέσ. απέχω από κάτι, αποφεύγω να κάνω κάτι 3. παθ. αποκλείομαι, αποστερούμαι από κάποιον ή κάτι 4. συγκρατώ … Dictionary of Greek
αποστερώ — (ΑΜ ἀποστερῶ, έω) 1. στερώ, αφαιρώ από κάποιον κάτι που του ανήκει 2. αποστερούμαι αποβάλλω, χάνω αρχ. παίρνω με απάτη, εξαπατώ 2. αποτυγχάνω 3. κλέβω, κατακρατώ 4. (για χρέη) αρνούμαι να πληρώσω 5. (Λογ.) εξάγω αρνητικό συμπέρασμα 6. φρ.… … Dictionary of Greek
εκταλαντούμαι — ἐκταλαντοῡμαι ( όομαι) (Α) αποστερούμαι, χάνω τα χρήματά μου … Dictionary of Greek
ξεγυμνώνω — (Μ ξεγυμνώνω και ἐξεγυμνώνω και ξηγυμνώνω) 1. αφαιρώ όλα τα ενδύματα κάποιου, γδύνω τελείως κάποιον 2. καταληστεύω («ξεγύμνωσαν το σπίτι οι κλέφτες») 3. (σχετικά με ξίφος) βγάζω από τη θήκη νεοελλ. 1. μτφ. αποκαλύπτω τα μυστικά, τις αδυναμίες ή… … Dictionary of Greek
περιαιρώ — έω, ΜΑ [αιρώ] 1. αφαιρώ κάτι που περιβάλλει κάτι άλλο, βγάζω το εξωτερικό περίβλημα («δέρματα σωμάτων περιαιροῡσα», Πλάτ.) 2. (γενικά) αφαιρώ, αποσπώ («τὰς ἀγκύρας περιελόντες εἴων εἰς τὴν θάλασσαν», ΚΔ) αρχ. 1. (σχετικά με τείχη) κατεδαφίζω,… … Dictionary of Greek
προσαφαιρώ — έω, Α 1. αφαιρώ κάτι επί πλέον 2. μέσ. προσαφαιροῡμαι, έομαι αφαιρώ κάτι επί πλέον για τον εαυτό μου («προσαφαιρεῑταί τι τῶν ὑπαρχόντων ἤδη», Δημοσθ.) 3. παθ. α) αποστερούμαι («πολλοὶ ταῑς ψυχαῑς καὶ ταφὴν προσαφηρέθησαν», Λιβάν.) β) γραμμ.… … Dictionary of Greek
υποκλέπτω — ὑποκλέπτω ΝΜΑ, και υποκλέβω Ν οικειοποιούμαι, κλέβω κάτι με επιτήδειο τρόπο νεοελλ. 1. παρακολουθώ και ηχογραφώ παράνομα τηλεφωνική συνδιάλεξη τοποθετώντας ειδικό μηχανισμό («υπέκλεπταν τις συνομιλίες ακόμη και τού πρωθυπουργού») 2. αποσπώ κάτι… … Dictionary of Greek
αποστερώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. αφαιρώ από κάποιον κάτι που είχε: Τους είχε αποστερήσει από την ελευθερία. 2. κρατώ από κάποιον κάτι που έπρεπε να του δώσω: Αποστέρησε τον αδελφό του από την πατρική κληρονομιά. Το μέσ. αποστερούμαι χάνω: Αποστερήθηκε τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυσιάζω — θυσίασα, θυσιάστηκα, θυσιασμένος 1. προσφέρω κάτι ως θυσία σε θεότητα. 2. αποστερούμαι κάτι για χάρη κάποιου σκοπού: Θυσίασαν τη ζωή τους για την πατρίδα. ― Θυσίασε τα πάντα για χάρη της. 3. το παθ., θυσιάζομαι σκοτώνομαι, στερούμαι,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)