Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀποστεροῦμαι

См. также в других словарях:

  • ἀποστεροῦμαι — ἀποστερέω rob fut ind mid 1st sg (attic epic doric) ἀποστερέω rob pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απερύκω — ἀπερύκω, (Α) [ερύκω] 1. απωθώ, εμποδίζω, κρατώ κάποιον μακριά από κάτι 2. μέσ. απέχω από κάτι, αποφεύγω να κάνω κάτι 3. παθ. αποκλείομαι, αποστερούμαι από κάποιον ή κάτι 4. συγκρατώ …   Dictionary of Greek

  • αποστερώ — (ΑΜ ἀποστερῶ, έω) 1. στερώ, αφαιρώ από κάποιον κάτι που του ανήκει 2. αποστερούμαι αποβάλλω, χάνω αρχ. παίρνω με απάτη, εξαπατώ 2. αποτυγχάνω 3. κλέβω, κατακρατώ 4. (για χρέη) αρνούμαι να πληρώσω 5. (Λογ.) εξάγω αρνητικό συμπέρασμα 6. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • εκταλαντούμαι — ἐκταλαντοῡμαι ( όομαι) (Α) αποστερούμαι, χάνω τα χρήματά μου …   Dictionary of Greek

  • ξεγυμνώνω — (Μ ξεγυμνώνω και ἐξεγυμνώνω και ξηγυμνώνω) 1. αφαιρώ όλα τα ενδύματα κάποιου, γδύνω τελείως κάποιον 2. καταληστεύω («ξεγύμνωσαν το σπίτι οι κλέφτες») 3. (σχετικά με ξίφος) βγάζω από τη θήκη νεοελλ. 1. μτφ. αποκαλύπτω τα μυστικά, τις αδυναμίες ή… …   Dictionary of Greek

  • περιαιρώ — έω, ΜΑ [αιρώ] 1. αφαιρώ κάτι που περιβάλλει κάτι άλλο, βγάζω το εξωτερικό περίβλημα («δέρματα σωμάτων περιαιροῡσα», Πλάτ.) 2. (γενικά) αφαιρώ, αποσπώ («τὰς ἀγκύρας περιελόντες εἴων εἰς τὴν θάλασσαν», ΚΔ) αρχ. 1. (σχετικά με τείχη) κατεδαφίζω,… …   Dictionary of Greek

  • προσαφαιρώ — έω, Α 1. αφαιρώ κάτι επί πλέον 2. μέσ. προσαφαιροῡμαι, έομαι αφαιρώ κάτι επί πλέον για τον εαυτό μου («προσαφαιρεῑταί τι τῶν ὑπαρχόντων ἤδη», Δημοσθ.) 3. παθ. α) αποστερούμαι («πολλοὶ ταῑς ψυχαῑς καὶ ταφὴν προσαφηρέθησαν», Λιβάν.) β) γραμμ.… …   Dictionary of Greek

  • υποκλέπτω — ὑποκλέπτω ΝΜΑ, και υποκλέβω Ν οικειοποιούμαι, κλέβω κάτι με επιτήδειο τρόπο νεοελλ. 1. παρακολουθώ και ηχογραφώ παράνομα τηλεφωνική συνδιάλεξη τοποθετώντας ειδικό μηχανισμό («υπέκλεπταν τις συνομιλίες ακόμη και τού πρωθυπουργού») 2. αποσπώ κάτι… …   Dictionary of Greek

  • αποστερώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. αφαιρώ από κάποιον κάτι που είχε: Τους είχε αποστερήσει από την ελευθερία. 2. κρατώ από κάποιον κάτι που έπρεπε να του δώσω: Αποστέρησε τον αδελφό του από την πατρική κληρονομιά. Το μέσ. αποστερούμαι χάνω: Αποστερήθηκε τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυσιάζω — θυσίασα, θυσιάστηκα, θυσιασμένος 1. προσφέρω κάτι ως θυσία σε θεότητα. 2. αποστερούμαι κάτι για χάρη κάποιου σκοπού: Θυσίασαν τη ζωή τους για την πατρίδα. ― Θυσίασε τα πάντα για χάρη της. 3. το παθ., θυσιάζομαι σκοτώνομαι, στερούμαι,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»