-
1 αποικίας
ἀποικίᾱς, ἀποικίαsettlement far from home: fem acc pl (ionic)ἀποικίᾱς, ἀποικίαsettlement far from home: fem gen sg (attic doric ionic aeolic) -
2 ἀποικίας
ἀποικίᾱς, ἀποικίαsettlement far from home: fem acc pl (ionic)ἀποικίᾱς, ἀποικίαsettlement far from home: fem gen sg (attic doric ionic aeolic) -
3 συν-εξ-αίρω
συν-εξ-αίρω (s. αἴρω), mit, zugleich, zusammen herausheben, erheben, anregen, s. Jac. Philostr. imagg. p. 321. – Intr., mit aufbrechen u. herausgehen, συνεξᾶραι μετὰ τῆς ἀποικίας, Pol. 12, 5, 8; Luc. de domo 4; Strab. 10, 2, 19.
-
4 κτίσις
κτίσις, ἡ, Anbauung, Ansiedlung, Gründung, bes. πόλεων, Pol. 10, 24, 3; ὁ περὶ τὰς ἀποικίας καὶ κτίσεις καὶ συγγενείας τρόπος τῆς ἱστορίας 9, 1, 4, öfter; ὁ περὶ τὴν κτίσιν τῶν ἀποικιῶν πόλεμος Isocr. 12, 190; Strab. oft. – Das Schaffen, τοῠ κόσμου, N. T.; übh. Bewerkstelligen, Machen, Sp.; das Unternehmen, Pind. Ol. 13, 83.
-
5 ἀπ-οικία
ἀπ-οικία, dasselbe, bes. Ansiedlung, Pflanzstadt, Pind. Ol. 1, 24 Aesch. Prom. 816 Her. 1, 146 Thuc. 1, 25 Plat. u. Folgde; τὰς ἀποικίας ποιεῖσϑαι ἐπὶ τῶν ἀγρῶν Arist. pol. 6, 4, sich auf dem Lande (von der Stadt entfernt) ansiedeln.
-
6 ἐκ-πέμπω
ἐκ-πέμπω, heraus-, wegschicken, geleiten; τινὰ νηῶν Il. 24, 681; δώματος Od. 18, 336; σ' ἐκτὸς πυλῶν ἐξέπεμπον, ich ließ dich herauskommen, Soph. Ant. 19; vgl. Xen. Cyr. 4, 1, 11 u. Thuc. 3, 25; im med., zu sich herausrufen lassen, Soph. O. R. 951; ἀποικίας, aussenden, Plat. Polit. 293 d; oft mit εἰς verbunden, nach einem Orte hin. Bes. oft bei den Historikern, ein Heer, eine Gesandtschaft, eine Kolonie abschicken. Von Sachen, wegsenden, ausführen, κειμήλια ἐς ἀλλοδαπούς Il. 24, 381. Nach Poll. 3, 151 auch δίσκον, schleudern. Stärker, fortschicken, vertreiben, Thuc. 1. 56 u. öfter; Xen. Hell. 4, 8, 6; ἐμὲ δ' ἐξέπεμψεν ὁ καπνός, trieb mich heraus, Ar. Plut. 821; dah. καϑάρμαϑ' ὥς, Aesch. Ch. 96, wegwerfen; γυναῖκα, verstoßen, Her. 1, 59, Lys. 14, 28 Dem. 59, 55. – Med., von sich fortschicken, δόμου ϑύραζε Od. 20, 361; Soph. Ai. 612, Xen. An. 5, 2. 21 u. A.; τὰ πλεονάζοντα τῶν γιγνομένων, den Ueberfluß der Erzeugnisse, Arist. pol. 7, 6. – Das pass. bei Soph. O. C. 1660, ἀνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς ἐξεπέμπετο, er starb.
-
7 ἶκανός
ἶκανός (ἵκω, ἱκάνω), hinlangend, hinreichend, u. von Menschen, fähig, tüchtig; ἱκανὸς Ἀπόλλων, ᾡ τάδ' ἐκπρᾶξαι μέλει Soph. O. R. 377, er bedarf meiner nicht dazu; τὰ ἀρκοῦνϑ' ἱκανὰ τοῖσι σώφροσι Eur. Phoen. 557; οὐδ' ἦν ἱκανά σοι τὰ Μενέλεω μέλαϑρα Tr. 996; ἱκανοὺς νομίζεις δῆτα ϑανάτους εἴκοσιν Ar. Plut. 483, daß zwanzigfacher Tod hinreichend ist; ἱκανὰ γὰρ τὰ κακά Lys. 1047; ἀνὴρ γνώμην ἱκανός, von ausreichender, tüchtiger Klugheit, Her. 3, 4; ὡς οὐχ ἱκανῆς οὔ. σης τῆς Ἀττικῆς, ἀποικίας ἐξέπεμψαν Thuc. 1, 2; πλοῖα ἱκανὰ ἀριϑμῷ Xen. An. 5, 2, 30; ἱκανὸς εἷς ἄρχων αὐτοῖς Plat. Legg. 764 e; αὐληταὶ ἱκανοὶ ὡς πρὸς τοὺς ἰδιώτας, tüchtige Flötenspieler, Prot. 327 c; ὅσοι εὐφυεῖς καὶ ἱκανοί Rep. II, 365 a; ἱκανὸς ἀμφότερα, in beiden Beziehungen, Conv. 176 e (wie ἱκανὸς τὴν ἰατρικήν Xen. Cyr. 1, 6, 15); ἱκανὸς ἐμπειρίᾳ καὶ ἡλικίᾳ, erfahren u. alt genug, Rep. V, 467 d ( ἱκανὸς τῷ φρονεῖν Plut. Pyrrh. 41; ἰσχὺν ἱκανὴν ἐπὶ τοὺς πόνους, zu Anstrengungen, für diese ausreichend, Rep. II, 371 e ( πρὸς τὰς ἐντεύξεις Pol. 23, 17, 4; εἴς τι Her. 4, 121; Xen. Hier. 4, 9; κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, von stattlichem Aeußern, Pol. 26, 5, 6); ἡ δημιουργικὴ τέχνη αὐτοῖς πρὸς τροφὴν ἱκανὴ βοηϑὸς ἦν Prot. 322 b; ἱκανόν μοι τεκμήριόν ἐστιν, ὅτι, ein ausreichender Beweis, Gorg. 487 d, wie ἱκανὴν μαρτυρίαν παρέχεται, ein gültiges Zeugniß, Conv. 179 b, ἱκανῷ λόγῳ ἀποδείξω Hipp. min. 369 c; öfter mit folgdm inf., ἱκανὸς μακροὺς λόγους καὶ καλοὺς εἰπεῖν, im Stande, geschickt, lange u. schöne Reden zu halten, Prot. 329 b; οὔτε ἱκανὸς ὢν εἷς πᾶσιν ἀγρίοις ἀντέχειν Rep. VI, 496 d; ἡ χώρα ἱκανὴ τρέφειν, kann ernähren, II, 373 d; mit ὥστε, z. B. φύσις ἱκανὴ φύεται ὥστε γνῶναι Legg. IX, 875 a, vgl. Phaedr. 258 b; ἱκανὸς Πολυκράτεα παραστήσασϑαι Her. 3, 45; ἱκανὸς τεκμηριῶσαι Thuc. 1, 9; ἱκανὸς πεῖσαι, ὠφελεῖν, Xen. Cyr. 1, 4, 12. 25; ἱκανοί εἰσι ζημιοῦν, sie haben die Macht zu strafen, Lac. 8, 4; Folgde; ἱκανώτατος εἰπεῖν καὶ πρᾶξαι Lys. 2, 42; ἱκανοὺς ἔσεσϑαι τοῖς Ῥωμαίοις, den Römern gewachsen, Pol. 8, 35, 5; im N. T = würdig; οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰςέλϑῃς Matth. 8, 8; auch Pol.; πλῆϑος, tüchtig, ansehnlich, 1, 53, 8 u. öfter; φόβος 2, 12, 5; – ἐφ' ἱκανόν, hinreichend, genug, πεῖραν εἰληφώς Pol. 11, 25, 1; D. Sic. 11, 40; ἱκανὸν ποιεῖν, genug thun, D. L. 4, 50; ἱκανὸν λαμβάνειν, Genugthuung empfangen, Act. ap. 17, 9. – Adv. ἱκανῶς, hinlänglich, genug, ἀποδέδεικται, Plat. Prot. 324 d, ἔχειν, hinreichend sein, Thuc. 1, 91; τοῦ βάϑους, tief genug sein, Plat. Theaet. 194 d; ἱκανῶς ἐπιστήμης ἕξει Phil. 62 a; gut sein, Gorg. 486 d u. öfter; eingesehen haben, τοῦτο ὅτι Rep. V, 477 a; γραμμάτων πέρι, ὅτι III, 402 a; zur Genüge haben, Xen. Cyr. 1, 6, 7; πρός τινα, ihm gewachsen sein, 6, 3, 22.
-
8 αφηγεομαι
ион. ἀπηγέομαι1) идти впереди, тж. вести, предводительствовать(ἀγέλης Arst.; ἑκατοστύος Plut.)
οἱ ἀφηγούμενοι Xen. — авангард2) руководить, управлять(ἀποικίας Arst.; πολιτείας Diod.)
3) повествовать, излагать, рассказывать(πᾶν τὸ γεγονός Her.; τάδε Eur.)
τὸ ἀπηγημένον Her. — сказанное -
9 εκπεμπω
1) высылать, посылать(δῶρά τινι Her.; ναῦς καὴ πεζὰς στρατιάς, πρέσβεις, ἐκπέμπεσθαι ἐς Μυτιλήνην Thuc.; ἀμφοτέρους ὑπάτους Plut.)
ἀποικίας ἐ. Plat. — отправлять переселенцев, т.е. создавать колонии2) выделять, испускатьλαμπρὸν ἐ. σέλας Aesch. — испускать яркий свет;τὸ ὑγρὸν ἐ. Arst. — выделять влагу3) отсылать, выводить, увозить(τινὰ νεῶν, κειμήλια ἄνδρας ἐς ἀλλοδαπούς, med. τινα δόμου θύραζε Hom.; τοὺς ἀχρείους Xen.; τοὺς παῖδας καὴ τὰς γυναῖκας ἐκ τῆς πόλεως Isocr.)
4) вызывать(τινὰ ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν, med. τινα τῶν δωμάτων Soph.)
5) выносить(τὸν θανόντα δόμων Plut.)
6) вывозить, экспортировать(ὧν ἐπλεόναζον, med. τὰ πλεοναζοντα τῶν γιγνομένων Arst.)
7) удалять прочь, изгонять(τινὰ ἄτιμον, med. φυγάδας γῆς Soph.)
8) pass. умиратьοὐ στενακτὸς οὐδ΄ ἀλγεινὸς ἐξεπέμπετο Soph. — он скончался без стонов и страданий
-
10 ἐκκλησία
-ας + ἡ N 1 9-45-2-24-23=103 Dt 4,10; 9,10; 18,16; 23,2.3assembly (in political sense) Jdt 6,16; assembly of people Sir 26,5; alternating with συναγωγή, stereotypical rendition of קהל: assembly of the Israelites Dt 4,10ἐκκλησία τῆς ἀποικίας assembly of the returned exiles Ezr 10,8; ἐκκλησία Ισραηλ the cultic assembly of the people of Israel 2 Chr 6,3; ἐκκλησία κυρίου the assembly of the Lord Dt 23,2; ἐκκλησία πονηρευομένων assembly of evil doers Ps 25(26),5*1 Sm 19,20 ἐκκλησίαν assembly of-קהלת for MT להקת ?Cf. BARR 1961, 119-129; MURPHY 1958, 381-390; PERI 1989 245-251; SCHMIDT 1927, 258-319;→TWNT; NIDNTT -
11 Πυθόχρηστος
A delivered by the Pythian god, μαντεύματα ib. 901;νόμοι X.Lac.8.5
; Πυθόχρηστον ἔσχον c. inf., Phld. Mus.p.85K.; ; κατὰ Πυθόχρηστον Arg. S.OCII declared or appointed by the Pythian oracle, ;ἀποικίας ἡγεμών Plu.2.163b
; E 9 (Delph., ii B.C.), IG3.241, Tim.Lex. s.v. ἐξηγηταί; θυσία Clitodem. 14.2 epith. of Aphrodite, SIG1014.74,160; of Dionysus, ib. 145; of Kore, ib.90 (Erythrae, iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Πυθόχρηστος
-
12 ἀφηγέομαι
A lead the way from a point, and so generally, lead the way, go first, Pl.Lg. 760d, etc.; the van,X.
HG4.8.37; ἀ. τῆς ἀποικίας, τῆς ἀγέλης, to be leader of.., Arist.Fr. 514, Mir. 831a22;πρεσβείας Str.1.3.1
;τῆς σχολῆς D.L.4.14
;τῆς Ἀκαδημείας Phld.Acad.Ind.p.57
M.;ζῴων Porph.Abst.2.38
; οὐκ ἀφηγησαμένῳ δὴ τὸ τέλος ἐγένετο died without ever taking up his command, Phld.Acad.Ind.p.61M.II tell, relate, Hdt.1.24, al., E.Supp. 186; assert, Aret.CA2.7:—[tense] pf. in pass. sense,ἀπήγηταί μοί τι Hdt. 5.62
; what has been told,Id.
1.207, cf. 9.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφηγέομαι
-
13 ἐκπέμπω
I of persons, send out or forth from, c. gen. loci,ὅπως Πρίαμον..νηῶν ἐκπέμψειε Il.24.681
;ὅς τίς σε..δώματος ἐκπέμψῃσι Od.18.336
, cf. S.El. 1128 ;ἐ. ἐκ τῆς πόλεως Isoc.6.78
:—[voice] Med.,δόμου ἐκπέμψασθε θύραζε Od.20.361
,cf.S.Aj. 612(lyr.), etc.2 bring out by calling, call or fetch out,τινὰ ἐκτὸς πυλῶν Id.Ant.19
:—so in [voice] Med., Id.OT 951:—[voice] Pass., go forth, depart, Id.OC 1664.3 send forth, dispatch, πρέσβεις, στρατιάς, οἰκήτορας, Th.1.90, 141,4.49 ;ἐ. συμπρεσβευτὰς τοὺς ἐχθρούς Arist.Pol. 1271a24
;ἐ. ἀποικίας οἷον σμήνη μελιττῶν Pl.Plt. 293d
, cf.Arist.Pol. 1273b19 :—[voice] Pass.,τῶν -ομένων καὶ εἰσαγομένων ἐπιστολῶν Aen.Tact.10.6
.4 send away,τινὰ ἐς.. Hdt.1.160
;ἐ. τινὰ ἄτιμον S.OT 789
;καθάρμαθ' ὥς τις ἐκπέμψας A.Ch. 98
: in Prose, divorce a wife,ἐ. γυναῖκα Hdt.1.59
, Lys.14.28, cf.D.59.55 :—also in [voice] Med., .5 c. dupl. acc., conduct across,τινὰ τὸν Ἰορδάνην LXX 2 Ki.19.31
.II of things, send out, send abroad,κειμήλια πολλὰ καὶ ἐσθλά..ἵνα περ τάδε τοι σόα μίμνῃ Il.24.381
;δῶρά τινι Hdt.1.136
;σῖτόν τινι Th.4.16
(nisi leg. ἐς-).2 export,ἐ. ὧν ἐπλεόναζον Arist.Pol. 1257a32
:—[voice] Med., τὰ πλεονάζοντα τῶν γιγνομένων ἐκπέμψασθαι export their surplus products, ib. 1327a27.4 utter, pronounce, A.D.Pron.35.1 ([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκπέμπω
-
14 ἐκπέμπω
ἐκ-πέμπω, heraus-, wegschicken, geleiten; σ' ἐκτὸς πυλῶν ἐξέπεμπον, ich ließ dich herauskommen; zu sich herausrufen lassen; ἀποικίας, aussenden; oft mit εἰς verbunden, nach einem Orte hin. Bes. oft bei den Historikern, ein Heer, eine Gesandtschaft, eine Kolonie abschicken. Von Sachen: wegsenden, ausführen; auch δίσκον, schleudern. Stärker: fortschicken, vertreiben; ἐμὲ δ' ἐξέπεμψεν ὁ καπνός, trieb mich heraus; dah. καϑάρμαϑ' ὥς, wegwerfen; γυναῖκα, verstoßen; von sich fortschicken; τὰ πλεονάζοντα τῶν γιγνομένων, den Überfluß der Erzeugnisse. Das pass., ἀνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς ἐξεπέμπετο, er starb
См. также в других словарях:
ἀποικίας — ἀποικίᾱς , ἀποικία settlement far from home fem acc pl (ionic) ἀποικίᾱς , ἀποικία settlement far from home fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
βελέλα — (velelle). Κνιδόζωο της ομοταξίας των υδροζώων της τάξης των σιφωνοφόρων. Είναι μια αποικία πολύποδων ατόμων, ενωμένων κάτω από ένα δισκοειδές υδρόσωμα, το οποίο διογκώνεται σχηματίζοντας τη λεγόμενη πνευστοφόρο συσκευή, η οποία προεξέχει από την … Dictionary of Greek
βόλβοξ — (volvox).Γένος χλωροφυκών των γλυκών νερών. Τα άτομα του γένους αυτού ζουν κατά αποικίες, σφαιρικού ή ωοειδούς σχήματος, που η διάμετρός τους κυμαίνεται μεταξύ 0,1 και 0,7 χιλιοστών, και συνδέονται μεταξύ τους με κυτταροπλασματικές γέφυρες. Τα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Σεϋχέλες — Συκρότημα νησιών της Ανατολικής Αφρικής, βορειοανατολικά της Μαδαγασκάρης.Tο αρχιπέλαγος των Σεϋχελλών, που ανήκει στη νησιωτική Aφρική, βρίσκεται στον Iνδικό Ωκεανό, βορειοανατολικά της Mαδαγασκάρης. Πρώην βρετανική αποικία, απέκτησε την… … Dictionary of Greek
Φίλιπποι — Αρχαία πόλη της Μακεδονίας, ΒΔ της Καβάλας, η οποία ιδρύθηκε (με το όνομα Κρηνίδες) το 360/59 π.Χ., γνώρισε αξιόλογη ανάπτυξη στα χρόνια της μακεδονικής κυριαρχίας, έζησε και άκμασε ως ρωμαϊκή πόλη περίπου επί τρεις αιώνες, δέχτηκε πρώτη στην… … Dictionary of Greek
αποικιοκρατία — Ο όρος αποικία, με το σύγχρονο περιεχόμενό του, σημαίνει μια εδαφική μονάδα έξω από τα γεωγραφικά όρια ενός κράτους, προς το οποίο συνδέεται με δεσμούς εξάρτησης τόσο στο διοικητικό όσο και στο οικονομικό πεδίο. Η ιστορία της δημιουργίας αποικιών … Dictionary of Greek
αποικισμός — Εκπληκτικής σημασίας ιστορική δραστηριότητα που εκδηλώθηκε σε δύο περιόδους στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας. Η κάθοδος των Δωριέων και των συγγενικών με αυτούς φύλων προκάλεσε πολλές μετακινήσεις στον ελληνικό χώρο. Όσοι από τους παλαιούς… … Dictionary of Greek