Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐξηγητής

См. также в других словарях:

  • ἐξηγητής — one who leads on masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξηγητής — ο (AM ἐξηγητής) [εξηγώ] ερμηνευτής («εξηγητής τών Γραφών») αρχ. 1. σύμβουλος, εισηγητής («ἐξηγητὴς γίνεται πρηγμάτων ἀγαθῶν», Ηρόδ.) 2. σχολιαστής («τὰ ὠβελισμένα οὐδενὶ τῶν ἐξηγητῶν ἔδοξε Θουκυδίδου εἶναι») 3. ξεναγός …   Dictionary of Greek

  • εξηγητής — ο που εξηγεί κάτι και ιδίως δύσκολα κείμενα, ερμηνευτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οὑξηγητής — ἐξηγητής , ἐξηγητής one who leads on masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξηγηταῖς — ἐξηγητής one who leads on masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξηγηταί — ἐξηγητής one who leads on masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξηγητοῦ — ἐξηγητής one who leads on masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξηγητῇ — ἐξηγητής one who leads on masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξηγητήν — ἐξηγητής one who leads on masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξηγητῶν — ἐξηγητής one who leads on masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξηγητά — ἐξηγητά̱ , ἐξηγητής one who leads on masc nom/voc/acc dual ἐξηγητής one who leads on masc voc sg ἐξηγητής one who leads on masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»