-
1 δυσαμάρτητος
δῠσ-ᾰμάρτητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσαμάρτητος
См. также в других словарях:
πολυαμάρτητος — ον, ΜΑ αυτός που υπέπεσε σε πολλές αμαρτίες, ο πολύ αμαρτωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἁμαρτάνω (πρβλ. αν αμάρτητος, δυσ αμάρτητος)] … Dictionary of Greek
πανθαμάρτητος — και πανταμάρτητος, ον, Α πάρα πολύ αμαρτωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ἁμαρτάνω (πρβλ. δυσ αμάρτητος)] … Dictionary of Greek