Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πολυ-αμάρτητος

См. также в других словарях:

  • πολυαμάρτητος — ον, ΜΑ αυτός που υπέπεσε σε πολλές αμαρτίες, ο πολύ αμαρτωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἁμαρτάνω (πρβλ. αν αμάρτητος, δυσ αμάρτητος)] …   Dictionary of Greek

  • πανθαμάρτητος — και πανταμάρτητος, ον, Α πάρα πολύ αμαρτωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ἁμαρτάνω (πρβλ. δυσ αμάρτητος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»