Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀνωμαλότης

См. также в других словарях:

  • ανωμαλότης — ἀνωμαλότης, η (Α) ανωμαλία …   Dictionary of Greek

  • ἀνωμαλότης — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωμαλότητα — ἀνωμαλότης fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωμαλότητι — ἀνωμαλότης fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωμαλότητος — ἀνωμαλότης fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»