-
1 ανωμαλοτης
См. также в других словарях:
ανωμαλότης — ἀνωμαλότης, η (Α) ανωμαλία … Dictionary of Greek
ἀνωμαλότης — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμαλότητα — ἀνωμαλότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμαλότητι — ἀνωμαλότης fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμαλότητος — ἀνωμαλότης fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)