-
1 αντηρίς
-
2 ἀντηρίς
-
3 αντηρις
- ίδος ἥ1) подпора, устой Eur., Thuc., Xen., Polyb.2) ноздря(ἴπποι ἐξ ἀντηρίδων θυμὸν πνέουσαι Eur. - v. l. ἐξ ἀρτηριῶν)
-
4 ἀντηρίς
A prop, stay, support, E.Fr. 1111: pl., Plb.8.4.6; stanchion or strut in torsion-engines, Ph.Bel.76.16, Hero Bel.101.9;ἀρκύων X.Cyn.10.7
; in Th.7.36 ἀντηρίδες are stay-beams fixed inside a ship's bow, and projecting beyond it, so as to support and strengthen the ἐπωτίδες.II=θυρίς, window, Suid.:—and in E.Rh. 785 it must mean nostrils, if it be the right reading. [[pron. full] ῐδος E. ll.cc.: hence ἀντήρειδες in Apollod.Poliorc.178.4, Hero Bel.101.9, is wrong; so - είδιον ib.89.4 is f.l. for -ίδιον as Inscrr. show.] (- ηρῐδ = -ερῐδ-, weak form of stem of ἐρείδω (cf. ἔρις).)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντηρίς
-
5 ἀντηρίς
ἀντηρίς, - ίδοςGrammatical information: f.Meaning: `prop, support' (E.).Other forms: ἀντήριος στήμων, καὶ κανὼν ὁ προσκείμενος τῃ̃ θύρᾳ H.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Back-formation from ἀντερείδω `set against' with lengthening of the initial vowel of the verbal stem; reshaped after the suffix - ιδ- (as in ἐγκρίς); Strömberg Wortstudien 14f. (who derives ἐγκρίς wrongly from ἐγκρίνω), Szemerényi Syncope 143. For the formation in - ιος cf. παγίς: πάγιος, βωμίς: βώμιος.Page in Frisk: 1,113Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀντηρίς
-
6 αντηρίς
(-ίδος) η1) подпорка; 2) подпорная стена (от оползней и т. п.) -
7 ἀντηρίς
-
8 anteris
-
9 ἀντ-ηρίς
ἀντ-ηρίς, ίδος, ἡ, 1) Strebepfeiler. Stütze (VLL. τὰ ἀντερείδοντα ξύλα ἢ λίϑινα κατασκευάσματα), Thuc. 7, 36; Pol. 8, 6; ἄρκυος Xen. Cyn. 10. 7. Die alte Ableitung von ἀντὶ ἐρείδω scheint nicht richtig. Vgl. ἀντήρης. – 2) Nach Suid., wo ἀντῆρις accentuirt, auch Fensteröffnungen od. übh. Löcher, ϑυρίς; so bei Eur. Rhes. 785, die Nüstern der Pferde.
-
10 αντηρίδα
-
11 ἀντηρίδα
-
12 αντηρίδας
-
13 ἀντηρίδας
-
14 αντηρίδες
-
15 ἀντηρίδες
-
16 αντηρίδος
-
17 ἀντηρίδος
-
18 αντηρίδων
-
19 ἀντηρίδων
-
20 αντηρίσι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀντηρίς — prop fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντηρίδα — ἀντηρίς prop fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντηρίδας — ἀντηρίς prop fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντηρίδες — ἀντηρίς prop fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντηρίδος — ἀντηρίς prop fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντηρίδων — ἀντηρίς prop fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντηρίσι — ἀντηρίς prop fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντηρίσιν — ἀντηρίς prop fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
утлый — I утлый I, укр. вутлый, др. русск. утьлъ дырявый утьлина, утьлизна трещина , ст. слав. ѫтьлъ τετρημένος, ἀνεπιτήδειος, παραλελυμένος (Супр.), сербохорв. диал. у̏тал дырявый , словен. vȯtǝl, род. п. tlа полный , чеш. utly утлый, хрупкий , слвц.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
рель — I I, род. п. и перекладина; козлы; гребень, гряда; виселица , с. в. р., вост. русск. (Даль), также шест , мн. рели качели , ряз. (Даль), воронежск. (ЖСт., 15, 1, 121), релья ж. качели , ряз. (Даль), укр. реля ж. качели , обычно мн. релi.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αντηρίδα — η (AM ἀντηρίς) νεοελλ. 1. δοκός ή άλλη ανάλογη κατασκευή (ξύλινη, πέτρινη, μεταλλική) που χρησιμεύει ως στήριγμα στις εκσκαφές και στην οικοδομική 2. εσωτερικό ενισχυτικό στήριγμα, που προεξέχει από την όψη ενός τοίχου και χρησιμεύει είτε για την … Dictionary of Greek