Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βωμίς

См. также в других словарях:

  • βωμίς — βωμίς, η (Α) [βωμός] βαθμίδα, σκαλοπάτι …   Dictionary of Greek

  • βωμίδας — βωμίς step fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»