-
1 άρκυος
-
2 ἄρκυος
-
3 ἀντ-ηρίς
ἀντ-ηρίς, ίδος, ἡ, 1) Strebepfeiler. Stütze (VLL. τὰ ἀντερείδοντα ξύλα ἢ λίϑινα κατασκευάσματα), Thuc. 7, 36; Pol. 8, 6; ἄρκυος Xen. Cyn. 10. 7. Die alte Ableitung von ἀντὶ ἐρείδω scheint nicht richtig. Vgl. ἀντήρης. – 2) Nach Suid., wo ἀντῆρις accentuirt, auch Fensteröffnungen od. übh. Löcher, ϑυρίς; so bei Eur. Rhes. 785, die Nüstern der Pferde.
-
4 ἀκρ-ωλένιον
ἀκρ-ωλένιον, τό, Spitze des Ellnbogens, Poll. 2, 140. Bei Xen. Equ. 2, 7 bedeutet es Netzessaum u. ist wohl in ἀκρολίνιον zu ändern, obwohl Poll. 5, 29 es auch ἄρκυος μέρος erkl.
-
5 προήκω
A to have gone before, be the first,ἀξιώσει Th.2.34
;χρήμασι X.HG7.1.23
;χρόνῳ τῶν ἄλλων S.E.M.9.1
; τοῖς χρόνοις ib.1.204.2 to have advanced,π. ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας Ar.Nu. 513
;τὴν ἡλικίαν LXX 4 Ma.5.4
;ἡλικίᾳ D.C.58.27
;καθ' ἡλικίαν Plu.Alc.13
; also,ἔχειν ἡλικίαν πλέον προήκουσαν Arist.Pol. 1336b18
(s.v.l.); [ ὁρῶ] τὰ πράγματ' εἰς τοῦτο προήκοντα have come to this pass, D.3.1; of Time,τῆς ἡμέρας προηκούσης Plu.Brut.15
; also ἐπὶ προηκούσῃ τῇ πραγματείᾳ as my work proceeds, Gal.2.573.
См. также в других словарях:
ἄρκυος — ἄρκυς net fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίμαρκυς — μίμαρκυς, άρκυος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κοιλία καὶ ἔντερα τοῡ ἱερείου μεθ αἵματος σκευαζόμενα, μάλιστα δὲ ἐπὶ λαγῶν, ὁτὲ δὲ καὶ ἐπὶ ὑός». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ., πιθ. σχηματισμένη με διπλασιασμό. Κατά μία άποψη, η λ. έχει ινδοευρωπαϊκή… … Dictionary of Greek
προήκω — Α [ἥκω] 1. είμαι ανώτερος, υπερέχω («γένει τε οὐδενὸς ἐνδεὴς χρήμασί τε προήκων», Ξεν.) 2. έχω προχωρήσει, έχω φθάσει («ἔχειν ἡλικίαν πλέον προήκουσαν», Αριστοτ.) 3. έχω εξέλθει («τοῡ δωματίου προήκων», Ηλιόδ.) 4. απλώνομαι πέρα από κάτι,… … Dictionary of Greek