-
1 ἀντικρύ
ἀντικρύ, Adv.A = ἄντην, over against, right opposite, θεοῖς ἀντικρὺ μάχεσθαι I1.5.130: c. gen., Ἕκτορος ἀντικρύ ib.8.301.II = ἄντῐκρυς, straight on, right on,ἀντικρὺ δόρυ χάλκεον ἐξεπέρησεν Od.10.162
; ἀντικρὺ μεμαώς I1.13.137: mostly followed by a Prep., ;ἀντικρὺ δι' ὤμου 4.481
, cf. Od.22.16; ἀντικρὺ κατὰ μέσσον right in the middle, I1.16.285; once in X.,ἀντικρὺ διᾴττων Cyr.7.1.30
; cf. καταντῑκρύ.2 outright, utterly, quite, ἀντικρὺ δ' ἀπόφημι I1.7.362;ἀντικρὺ δ' ἀπάραξε 16.116
;ἀντικρὺ μακάρεσσιν ἔϊκτο A.R.4.1612
, etc. (Cf. ἄντικρυς sub fin.) [[pron. full] ν ¯ generally, but [pron. full] ῠ I1.5.130, 819; [pron. full] ῐ by nature (cf.καταντῐκού Ar.Ec.87
), [pron. full] ῑ by po ition in [dialect] Ep.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντικρύ
-
2 αντικρύ
-
3 ἀντικρύ
-
4 ἀντικρύ
Grammatical information: adv.Meaning: `right opposite' (Il.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: With ἀντι- ?, further unclear. Kretschmer Glotta 4, 356 connects ἀντικρούω `come into collision'. Improbable Chantraine Gramm. hom. 2, 148: to κάρη. Improb. also vW. (to Lat. crūs). Beekes - Cuypers, Mnem. 56 (2003): -υ short, but metrically lengthened. The Attic form hardly substituted ἀντα- for ἀντι- (the anticipation of the ρ and the assimilation would then be strange); but this also suggests that ἀντα\/ι- is not the Greek word (assimilation ο \> υ is also rare in Greek). If the word was Pre-Greek (* ant(r)ak(r)u-) identification with ἀντι would not surprise. Interchange ο\/ι is known from Pre-Greek words (Fur. 191 n. 37), so the word will be Pre-Greek. Then, it is also uncertain what the original position of the ρ was; if *ἀντρα-κυ, the last element might be compared with μεσσηγυ, ἐγγύς.Page in Frisk: 1,114Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀντικρύ
-
5 ἀντικρύ
ἀντι-κρύ, ἀντικρύς: opposite, straightforward, straight through; ἀντικρὺ μάχεσθαι, Il. 5.130, 819; w. gen., ὀιστὸν ἴαλλεν | Ἕκτορος ἀντικρύ, Il. 8.301; ἀποφάναι, ‘outright,’ Il. 7.362 ; ἀντικρὺ δ' ἀπάραξε, ‘completely’ off, Il. 16.116, Il. 23.866; often joined w. foll. prep., παραί, διά, κατά, ἀνά.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀντικρύ
-
6 καταντικρύ
κατ-αντικρύ, Prep. c. gen.,2 in [dialect] Att., = Homeric ἀντικρύ, over against, right opposite,πρυτάνεων καταντῐκρύ Ar.Ec.87
; τὰ κ. Κυθήρων the parts opposite Cythera, Th.7.26, cf. X.HG4.8.5; κ. ᾗ.. ἐξέπεσεν exactly opposite to the point at which.., dub. l. in Pl. Phd. 112d: c. dat.,κ. τῇ θέσει Arist.Mete. 356a10
;τῷ ἡλίῳ D.C.60.26
.II Adv. of Place, right opposite, ἡ ἤπειρος ἡ κ. Th.1.136;ἐν τῷ κ. προσστῆναί τινι Pl.Euthd. 274c
, cf. Prt. 315c;τὸ κ. αὐτῶν τοῦ σπηλαίου Id.R. 515a
; ἐκ τοῦ κ. from the opposite side, ib.b; κ. ὁρᾶν look right in the face, Id.Chrm. 169c; ἐπὶ τὸ κ. in the opposite direction, Arist.HA 528b10 (but εἰς τὸ κ. towards the opposite end, Pl.Phd. 72b);πρὸς τὸ κ. κείμενος Plb.4.39.6
.3 outright, downright, Th.7.57 (nisi leg. καὶ ἄντικρυς) ; παραβάλλειν.. μὴ κ. Arist.Rh. 1419b36. [On the quantity v. ἀντικρύ: the form [full] καταντροκύ is found in [dialect] Att. Inscrr., IG22.1668.88.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταντικρύ
-
7 ἄντικρυς
ἄντῐκρῠς, Adv.A straight on, right on, ἄντικρυς ἰὼν παρεκαθέζετο ἐκ δεξιᾶς he came straight up and.., Pl.Euthd. 273b, cf. Ar.Lys. 1068, Th.2.4; alsoεἰς τὸ ἀ. πορεύεσθαι Pl.Smp. 223b
.2 outright, openly, without disguise,ὅπως ἄ. τάδ' αἰνέσω A.Ch. 192
;ὁ χρησμὸς ἄ. λέγει Ar. Eq. 128
;εὔχονταί γε πλουτεῖν ἄ. Id.Pl. 134
;ἄ. ἔφη χρῆναι πλεῖν Th. 6.49
; ; οὐδὲν ἢ ἄ. δουλείαν downright slavery, Id.1.122;ἡ ἄ. ἐλευθερία Id.8.64
; οὐκ ἄ. not at all,οὐ διοίσοντ' ἄ. τῶν Ἡρακλειδῶν Ar.Pl. 384
.3 sts. of Time, straightway,συλλαβόντες ἄγουσιν ἄ. ὡς ἀποκτενοῦντες Lys.13.78
, cf. Men.Pk.38, Pl.Ax367a.II later, = ἀντικρύ, opposite, ἄ. εῖναι to oppose, Arist.EE 1243a37;ἄ. ἐπιέναι
against,D.H.
3.24;καταστῆναι Plu.Sol.27
;κατακλιθῆναί τινος LXX 3 Ma.5.16
; ἐν τῇ ἄ. πυαλίδι CIG (add.) 4224e ([place name] Cragus): c. gen.,ἄ. Χίου Act.Ap.20.15
, cf. PTeb.395.4(ii A.D.), etc.—Gramm. distinguish ἀντικρύ, = ἐξ ἐναντίας, and ἄντικρυς, = φανερῶς, διαρρήδην, cf. AB408, but ἀντικρύ (q.v.) has both senses in Hom. (- κρυ ([etym.] ς) prob. akin to κέρας, κάρα.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄντικρυς
-
8 ἀντικρύς
ἀντι-κρύ, ἀντικρύς: opposite, straightforward, straight through; ἀντικρὺ μάχεσθαι, Il. 5.130, 819; w. gen., ὀιστὸν ἴαλλεν | Ἕκτορος ἀντικρύ, Il. 8.301; ἀποφάναι, ‘outright,’ Il. 7.362 ; ἀντικρὺ δ' ἀπάραξε, ‘completely’ off, Il. 16.116, Il. 23.866; often joined w. foll. prep., παραί, διά, κατά, ἀνά.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀντικρύς
-
9 ἄντικρυς
ἄντικρυς adv. (s. ἀντί; Hom. et al.; oft. Joseph.; ἀντικρύ t.r.; on the form s. Kühner-Bl. I p. 298f; W-S. §5, 28b; B-D-F §21; Mlt-H. 328; Thackeray p. 136) opposite (Ath. 4, 1 ‘frankly’ declaring that there is no god) functions as prep. w. gen. (Themistocl., Ep. 20 ἄ. τοῦ θρόνου. POxy 43 verso III, 20 ἄ. οἰκίας Ἐπιμάχου. PTebt 395, 4; 3 Macc 5:16; Philo, Op. M. 79; Jos., Ant. 15, 410) ἄ. Χίου Ac 20:15; ἄ. αὐτῶν ApcPt 11:26 (cp. POxy 471, 81f ἄ. τοῦ δεῖνα).—DELG s.v. ἀντικρύ. M-M. -
10 διέρχομαι
διέρχομαι, [tense] fut. διελεύσομαι (but δίειμι is used in [dialect] Att. as [tense] fut., and διῄειν as [tense] impf.): [tense] aor. διῆλθον:—A go through, pass through, abs.,ἀντικρὺ δὲ διῆλθε βέλος Il.23.876
, etc.: c. gen., φάτο.. ἔγχος ῥέα διελεύσεσθαι ..Αἰνείαο 20.263
, cf. 100;σφαγῶν διελθὼν ἰός S.Tr. 717
;δ. διὰ τῆς νήσου Hdt.6.31
; διέρχεται ἅπαντα διὰ τούτου Ar.Av. 181;δ. διὰ πάντων Act.Ap.9.32
;εἰ σῶμα οὖσα ἡ ψυχὴ.. διῆλθε διὰ παντός Plot. 4.7.8
: c. acc., δ. πῶϋ, ἄστυ, Il.3.198, 6.392; θύρας (pl.) Lys.12.16;τὴν πολεμίαν Th.5.64
;τρεῖς σταθμούς X.An.3.3.8
.3 of reports,βάξις διῆλθ' Ἀχαιούς S.Aj. 999
: abs., went abroad, spread,Th.
6.46, cf. X.An.1.4.7;κληδὼν γῆς διῆλθε S.Ph. 256
.4 of pain, shoot through one, ib. 743; of passion,ἵμερος δ. Ἡρακλῆ Id.Tr. 477
; ἐμὲ διῆλθέ τι a thought shot through me, E.Supp. 288.6 go through in detail, recount,λόγον Id.N.4.72
; ; ἃ διῆλθον the details I have gone through, Th.1.21; ὀλίγα διελθών a little further on, Pl.Prt. 344b;δ. περί τινος Isoc.4.66
,9.12, Pl.Prt. 347a;ὑπέρ τινος Plb.1.13.10
;πάντα μετὰ φρεσί h.Ven. 276
;πρὸς αὑτόν Isoc.11.47
;δ. τίς πολιτεία.. συμφέρει Arist.Pol. 1296b14
.II intr. of Time, pass, elapse,χρόνου οὐ πολλοῦ διελθόντος Hdt.1.8
, cf. 3.152, D.23.153, Plb.20.10.17; τοῦ διεληλυθότος ἔτους the past year, BGU410.7 (ii A. D.), etc.;διελθουσῶν τῶν σπονδῶν Th.4.115
; having waited,E.
HF 957 codd. (fort. ὡς).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διέρχομαι
-
11 διέχω
I trans., keep apart or separate,ὁ ποταμὸς δ. τὰ ῥέεθρα Hdt.9.51
; δ. τὴν φάλαγγα leave gaps in it, Arr.An.1.1.10 (so abs., διασχεῖν make way for a person, Plu. TG18);δ. τοὺς μαχομένους Id.Caes.20
; δ. τὰς χεῖρας spread them out, esp. for the purpose of parting combatants, Plb.4.52.1;τὰς χεῖρας ἐν μέσῳ δ. Plu.Cim.19
;διασχοῦσα τὰς χεῖρας Id.Ant.20
: c. gen.,τῆς ἐσθῆτος διασχών Id.Aem. 31
.II intr., go through, hold its way, ἀντικρὺ δὲ διέσχε [ὀϊστός] Il.5.100, 11.253; ;διά τινος δ. Arist.HA 496b31
; extend, reach,ἐς τὸν Ἀράβιον κόλπον Hdt.4.42
, cf. 7.122;ἀπὸ τῶν νεύρων πρὸς τὰς φλέβας Arist.HA 515b28
.2 stand apart, be separated, distant,ἑκὰς δ. Thgn.970
;ὅταν διάσχῃ τὰ κέρατα X.An.3.4.20
, cf. Th. 8.95 (v. l.);δ. πολὺ ἀπ' ἀλλήλων Id.2.81
;δ. ἀλλήλων ὡς τεσσαράκοντα στάδια X.An.1.10.4
; διέχοντες πολὺ ᾖσαν they marched with broad intervals, Th.3.22; ὁ Ἑλλήσποντος ταύτῃ σταδίους ὡς πεντήκοντα διεῖχε was about fifty stades wide at this point, X.HG2.1.21.3 of Time, παιδὸς δὲ βλάστας οὐ διέσχον ἡμέραι τρεῖς not three days parted the birth (sc. from what followed), S.OT 717.4 of the earth, open,σεισμῷ Philostr.Her.1.2
; of a river, broaden out, Arr.An.6.5.3.5 differ,γέννῃ τε κρήσει τε Emp.22.6
, cf. Arist. Rh. 1412a12;οὐθὲν ἂν διέχοι φαγεῖν ἢ μὴ φαγεῖν Id.Metaph. 1063a31
. -
12 μέμονα
A mṇ-), cogn. with μένος (cf. Il.5.135, 136), μαίνομαι: [ per.] 1sg.μέμονα Il.5.482
; [ per.] 2sg.μέμονας 9.247
, al.; [ per.] 3sg. μέμονε, μέμονεν, 12.304, 18.176, al.; [ per.] 2 dualμέμᾰτον 8.413
; [ per.] 1pl.μέμᾰμεν 9.641
; [ per.] 2pl.μέμᾰτε 7.160
; [ per.] 3pl.μεμάᾱσι 10.208
, 236, al.; [ per.] 3sg. imper. μεμάτω [ᾰ] 20.355; inf.μεμονέναι Hdt. 6.84
;μεμάμεν Hsch.
: [tense] plpf. [ per.] 3sg. μεμόνει prob. cj. in Theoc.25.64 (μέμοινε, μέμαεν codd.); [ per.] 3pl.μέμᾰσαν Il.13.337
: mostly in [tense] pf. part.μεμᾰώς 5.301
, al. ( μεμᾱώς nom. sg. masc. only Il. 16.754); which in [dialect] Ep. and Lyr. retains ω in oblique cases, μεμᾰῶτος, μεμᾰῶτες, exc. where we have μεμᾱότες, μεμᾱότε [ā metri gr.], Il.2.818, 13.197; fem.μεμᾰυῖα 4.440
, al. ( μεμᾱότας is dub. l. in Pi.O.1.89):— to be furiously or very eager, c. [tense] pres. inf.,λάβε φαίδιμος Ἕκτωρ ἑλκέμεναι μεμαώς Il.18.156
; μάλιστα δὲ φαίδιμος Ἕκτωρ ἑλκέμεναι μέμονεν ib. 176;μέμονέν τε μάχεσθαι Od.20.15
;μέμασαν δὲ μάχεσθαι Il.13.135
;ἀλεξέμεναι μεμαῶτα 1.590
;ἐρεσσέμεναι μεμαῶτες 9.361
;θεοὶ μεμαῶτα νέεσθαι ἔσχον Od.4.351
;τοῦ.. μεμάασιν ἀκουέμεν ὁππότ' ἀείδῃ 17.520
; μέμαμεν δέ τοι ἔξοχον ἄλλων κήδιστοί τ' ἔμεναι καὶ φίλτατοι we would fain be, Il.9.641: c. [tense] aor. inf.,ἀποκτάμεναι μεμάασιν 20.165
; ;διαπραθέειν μεμαῶτες 9.532
;γούνων ἅψασθαι μεμαώς 21.65
;ἐξελθεῖν μεμαῶτα 22.413
; ;ἀμφελίξασθαι μεμαῶτες Pi.N.1.43
: inf. omitted, ἐπεὶ μεμάασί γε πολλοί (sc. ἕταροί σοι γενέσθαι) Il.10.236: abs., rage, (lyr.); γαστέρα.. μεμαυῖαν ravenous, Od.17.286; βῆ μεμαώς he strode on eagerly, Il.10.339;ἕλκ' ἐπὶ οἷ μεμαὼς ὥς τε λίς 11.239
;ἆλτ' ἐπί οἱ μεμαώς 21.174
, cf. 22.326; ἐν πέτρᾳ μεμαώς, of a fisher, expectant, Theoc. 21.42: with Adv. of direction, πῇ μέματον; whither so fast? Il.8.413; πῇ μεμαυῖα κατ' Οὐλύμπου τόδ' ἱκάνεις; 14.298; πρόσσω μεμαυῖαι pressing forward, 11.615;ἀντικρὺ μεμαώς 13.137
;ἰθὺς μεμαῶτι 22.284
: so c. dat. instrum.,μεμαότες ἐγχείῃσι 2.818
.2 to be minded, purpose, intend: c. [tense] pres. inf., οὔ ῥά τ' ἀπείρητος μέμονε σταθμοῖο δίεσθαι has no mind to be chased, Il.12.304; ἀλλ' ἄνα, εἰ μέμονάς γε καὶ ὀψέ περ υἷας Ἀχαιῶν τειρομένους ἐρύεσθαι (perh. [tense] fut. inf.) 9.247; ποσσῆμαρ μέμονας κτερεϊζέμεν Ἕκτορα δῖον; 24.657;ἢ καταλείψουσιν.. ἦε μένειν μεμάᾱσι 22.384
, cf. 10.208, 409, Od.5.375: c.[tense] aor. inf., πῇ τ' ἂρ μέμονας καταδῦναι ὅμιλον; Il.13.307;εἰ.. μέματον καταδῦναι ὅμιλον 10.433
: c. [tense] fut. inf., sts. with sense of hoping, expecting, presuming, πῶς δὲ σὺ νῦν μέμονας, κύον ἀδεές, ἀντἴ ἐμεῖο στήσεσθαι; 21.481; ἀλλ' ἄγε, πῶς μέμονας πόλεμον καταπαυσέμεν ἀνδρῶν; 7.36, cf. 2.543, 12.197, 200, 218; οὕτω δὴ μέμονας Τρώων πόλιν εὐρυάγυιαν καλλείψειν (ἐκπέρσειν Zenod.
); 14.88, cf. 15.105;μέμονέν τε μάλιστα μητέρ' ἐμὴν γαμέειν καὶ Ὀδυσσῆος γέρας ἕξειν Od.15.521
;σίτῳ ἐπιχειρήσειν μεμαῶτες 24.395
: c. acc. cogn., μέμονεν δ' ὅ γε ἶσα θεοῖσι deems himself a match for.., Il.21.315; τί μέμονας; what wishest thou ? A.Th. 686 (lyr.): c. gen.,μεμαυἶ ἔριδος καὶ ἀϋτῆς Il.5.732
; μεμαότε θούριδος ἀλκῆς mindful of.., 13.197 (cf.μεδώμεθα θούριδος ἀλκῆς 5.718
);ἦ τινα καὶ Δαναῶν, ἀλκῆς μάλα περ μεμαῶτα, σχήσω ἀμυνέμεναι 17.181
(unless ἀλκῆς goes only with σχήσω), cf. 9.655, 20.256, Od.22.172: abs.,διχθὰ δέ μοι κραδίη μέμονε Il.16.435
;δίδυμα μέμονε φρήν E.IT 655
(lyr.). -
13 προσδεσμεύω
A bind on or to,τι πρός τι D.S.4.59
;κατ' ἀντικρὺ τοῖς ζῶσι νεκρούς Iamb.Protr.8
; τι περί τι Sch.Ar.V. 580 ([voice] Pass.):—[voice] Pass., Aët.6.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσδεσμεύω
-
14 ἀπαντικρύ
Aἀπαντροκύ IG2.834b
i25, cf. 2(5) p.204), strengthd. for ἀντικρύ, right opposite,τῆς Ἀττικῆς D.8.36
, cf. Hp.Cord.2, Thphr.Char.21.7, Luc.Am.5;ὁ ἀ. λόφος X.HG6.4.4
.2 in the first instance, opp. ἀνὰ χρόνον, Hp.Art.41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαντικρύ
-
15 ἀπαράσσω
A strike off, ἀντικρὺ δ' ἀπάραξε [ τὴν αἰχμήν] Il.16.116;ἀπήραξεν δὲ χαμᾶζε.. κάρη 14.497
;ἀ. τοῦ ἵππου τοὺς πόδας Hdt.5.112
; (lyr.).2 knock or sweep off,τοὺς ἐπιβάτας ἀπὸ τῆς νεός Hdt.8.90
;τοὺς ἀπὸ τοῦ πολεμίου καταστρώματος ὁπλίτας ἀ. Th.7.63
:—[voice] Pass., [tense] aor. part.ἀπαραχθείς D.H.8.85
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαράσσω
-
16 ἀπόφημι
A , al.:—speak out, declare flatly or plainly,ἀντικρὺ δ' ἀπόφημι γυναῖκα μὲν οὐκ ἀποδώσω κτλ. Il.7.362
:—[voice] Med.,ἀγγελίην ἀπόφασθε 9.422
.—In this sense only [dialect] Ep.2 c. acc., deny,οὔτε σὺ φῂς ἃ ἐρωτῶ οὔτε ἀπόφῃς Pl.Prt. 360d
, cf. X.Cyr.6.1.32, Arist.APo. 71a14, al.; opp. κατάφημι, Id.Int. 17a31, al.; ἀ. τι κατά τινος, opp. καταφάναι, Id.Metaph. 1007b22; negative, τι Id.Rh. 1412b10, Po. 1457b31;μὴ γεγονέναι Plu.Alc.23
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόφημι
-
17 ἐκπεράω
Aἐκπεράασκε AP9.381
:— go out over, pass beyond,λαῖτμα μέγ' ἐκπερόωσιν Od.7.35
;ἥ τ' ἐκπεράᾳ μέγα λαῖτμα 9.323
; ; αὐλῶνα ib. 731 ;χέρσον καὶ θάλασσαν Id.Eu. 240
; ἐ. βίον go through life, E.IA18 (anap.) ;ὀγδώκοντ' ἔτεα AP6.226
(Leon.);κῦμα συμφορᾶς E.Hipp. 824
.2 abs., of an arrow, pass through, pierce,ὀϊστὸς ἀντικρὺ..ὑπ' ὀστέον ἐξεπέρησεν Il. 13.652
, cf. 16.346, etc.; of persons, go forth, X.Cyn.6.18 ; Ἀθήνας to Athens, Eub.10.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκπεράω
-
18 ὀλοίτροχος
A large stone, boulder,Ἕκτωρ ἀντικρὺ μεμαώς, ὀλοοίτροχος ὣς ἀπὸ πέτρης, ὅν τε κατὰ στεφάνης ποταμὸς χειμάρροος ὤσῃ ῥήξας.. ἔχματα πετρης Il.13.137
; = τὸ κυλινδρικὸν σχῆμα, Democr.162 ; of the rounded muscles of an athlete's arm,ἕστασαν ἠΰτε πέτροι ὀλοίτροχοι, οὕστε κυλίνδων χειμάρρους ποταμὸς μεγάλαις περιέξεσε δίναις Theoc.22.49
; rolled down by besieged people upon their assailants, Hdt.8.52, Orac. ap. eund.5.92.β', X.An.4.2.3, Zos. 1.52. (The ancients derived it from ὀλοός 'destructive' or from ὅλος, and disagreed as to the breathing and accent, Sch.Il.l.c.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀλοίτροχος
-
19 ὕπαιθα
A out under, under and away, ὕ. λιάσθη yielded before him, under his attack, Il.15.520;ποταμὸς.. ὕ. ῥέων 21.271
;ἡ δὲ [πέλεια] ὕ. φοβεῖται 22.141
;κατακέκλιται ἤπειρόνδε κοίλη ὕ. νάπη A.R.2.735
.II Prep. with gen. under, αἱ μὲν ὕπαιθα ἄνακτος ἐποίπνυον (sc. αἱ ἀμφίπολοι) under him, so as to support him, Il.18.421; of one shrinking under an attack, . (Expld. as εἰς τὸ ἰθὺ καὶ ἀντικρὺ καὶ ἔμπροσθεν in Eust. 1030.20, cf. 1234.11, 1262.61; as ἐκ πλαγίου in Sch.A.R. l.c., denied or doubted by Eust. ll. cc.) -
20 ἀπόφημι
ἀπό - φημι: say out; ἀντικρύ, Il. 7.362; ἀγγελίην ἀπόφασθε, Il. 9.422.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀπόφημι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αντικρύ — και αντίκρυ και αντίκρια επίρρ. τοπ., απέναντι: Αντίκρυ στο σπίτι μου είναι ένα σιδεράδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντίκρυ — κ. κρυς, κ. κρύ κ. κρύς (AM ἀντικρύ, ἄντικρυς Μ ἀντικρύς, ἄντικρυν, ἀντίκρυτα) 1. απέναντι 2. εξαντιθέτου, κατά πρόσωπο νεοελλ. 1. (με την πρόθ. εις, σε) αναφορικά, συγκριτικά 2. παροιμ. «αντίκρυ στα παιδέματα μικρά τα παιδοκόπια» για ασήμαντη… … Dictionary of Greek
ἀντικρύ — ἀντῑκρύ , ἀντικρύ over against indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντικρύζω — [αντίκρυ] 1. βρίσκομαι αντίκρυ 2. βλέπω κάποιον ή κάτι απέναντι μου 3. συναντώ 4. βλέπω κατά πρόσωπο, αντιμετωπίζω 5. αντιλέγω, αυθαδιάζω 6. ισοσκελίζω τα έσοδα και τα έξοδα («αντικρύζω τα έξοδα μου») … Dictionary of Greek
αντίκρυτα — επίρρ. (Μ ἀντίκρυτα) αντίκρυ, απέναντι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντίκρυτα < αντίκρυ αναλογικά προς το συνώνυμό του εμπροστά < εμπρός ή έμπροσθεν … Dictionary of Greek
αντικρινός — ή, ό εκείνος που βρίσκεται αντίκρυ, απέναντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντίκρυ. Η γραφή αντικρινός, με ι , αντί υ (αντικρυνός, πρβλ. και αντικρύζω) οφείλεται σε ορθογραφική εξομοίωση της λ. προς το πλήθος των επιθέτων σε ινός (πρβλ. και βραδινός αντί… … Dictionary of Greek
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek
αντικρίζω — (λάθος το αντικρύζω), ίκρισα 1. είμαι αντικρύ, βλέπω από αντικρύ: Από το σπίτι μου αντικρίζω την Ακρόπολη. 2. αντιμετωπίζω (ανάγκες κτλ.): Με δυσκολία αντικρίζω τα έξοδά μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Liste der Präpositionen im Neugriechischen — Welche Wörter zu den Präpositionen des Neugriechischen zu zählen sind, ist aus mehreren Gründen umstritten. Im Allgemeinen sind damit wie im Deutschen indeklinable Wörter oder Wortfolgen gemeint, die eine Nominalphrase regieren und dieser einen… … Deutsch Wikipedia
Liste der neugriechischen Präpositionen — Welche Wörter zu den Präpositionen des Neugriechischen zu zählen sind, ist aus mehreren Gründen umstritten. Im Allgemeinen sind damit wie im Deutschen indeklinable Wörter oder Wortfolgen gemeint, die eine Nominalphrase regieren und dieser einen… … Deutsch Wikipedia
Neugriechische Präpositionen — Welche Wörter zu den Präpositionen des Neugriechischen zu zählen sind, ist aus mehreren Gründen umstritten. Im Allgemeinen sind damit wie im Deutschen indeklinable Wörter oder Wortfolgen gemeint, die eine Nominalphrase regieren und dieser einen… … Deutsch Wikipedia