Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀνδρ-ολέτης

См. также в других словарях:

  • Ινδολέτης — Ἰνδολέτης, ὁ (Α) (ως επίθ. τού Διονύσου) αυτός που εξολόθρευσε τους Ινδούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰνδός + ὀλέτης (< ὀλέτης < ὄλλυμι «καταστρέφω, χάνω»), πρβλ. ανδρ ολέτης, θηρ ολέτης] …   Dictionary of Greek

  • κοσμολέτης — κοσμολέτης, ὁ, θηλ. κοσμολέτειρα (ΑM) ως επίθ. αυτός που προξενεί καταστροφή στον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + ολέτης (< ὀλέτης < ὄλλυμι «καταστρέφω»), πρβλ. ανδρ ολέτης, θηρ ολέτης] …   Dictionary of Greek

  • Τυρρηνολέτης — ου, ὁ, Α καταστροφέας τών Τυρρηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρρηνός + ὀλέτης (< ὄλλυμι), πρβλ. ἀνδρ ολέτης] …   Dictionary of Greek

  • παρθολέτης — ὁ Α ο εξολοθρευτής τών Πάρθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πάρθοι + ὀλέτης (< ὄλλυμι «καταστρέφω, αφανίζω»), πρβλ. ανδρ ολέτης] …   Dictionary of Greek

  • περσολέτης — ὁ, Μ εξολοθρευτής τών Περσών. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πέρσης + ὀλέτης (< ὄλλυμι), πρβλ. ανδρ ολέτης] …   Dictionary of Greek

  • πυθολέτης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που εξολόθρευσε τον Πύθωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πύθων + ὀλέτης (< ὄλλυμι), πρβλ. ἀνδρ ολέτης] …   Dictionary of Greek

  • τιτανολέτης — ὁ, Α αυτός που επιφέρει τον όλεθρο στους Τιτάνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τιτᾶνες + ὀλέτης (< ὄλλυμι), πρβλ. ἀνδρ ολέτης] …   Dictionary of Greek

  • ψευδολέτης — ὁ, Μ αυτός που προκαλεί καταστροφή χρησιμοποιώντας το ψέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ολέτης (< ὄλλυμι «καταστρέφω»), πρβλ. ἀνδρ ολέτης] …   Dictionary of Greek

  • ψυχολέτης — ὁ, Α ψυχοκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ολέτης (< ὄλλυμι «καταστρέφω»), πρβλ. ἀνδρ ολέτης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»