Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀνδρο-κτόνος

См. также в других словарях:

  • ιερακοκτόνος — ἱερακοκτόνος, ον (Α) αυτός που φονεύει γεράκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, ακος + κτόνος < κτείνω (πρβλ. ανδρο κτόνος, πατρο κτόνος)] …   Dictionary of Greek

  • ιεροκτόνος — ο (Μ ἱεροκτόνος, ον) αυτός που φονεύει ιερείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + κτονος (< κτείνω), πρβλ. ανδρο κτόνος, πατρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • καυχοκτόνος — καυχοκτόνος, ον (Μ) αυτός που φονεύει καύχους, δηλ. εραστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < καύχος (I) + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. αδελφο κτόνος, ανδρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»