-
1 ἀνα-πνοή
ἀνα-πνοή, p. ἀμπ., ἡ, 1) das Aufathmen, Athemholen, στέρνων Pind. P. 3, 57; Plat. oft im Ggstz von ἐκπνοή, Tim. 79 e; ἀναπνοὴν λαβών 91 b; cf. Arist. περὶ ἀναπνοῆς; ἀμπνοὰς ἔχειν, leben, Soph. Ai. 412; ἕως τῆς ἐσχάτης ἀναπνοῆς, bis zum letzten Athemzuge, Pol. 3, 63; ὑπὸ τὴν ἀν., in einem Athem fort, 10, 47; τὴν ἀναπνοὴν ἀπολαβεῖν τινος, Einen ersticken, Plut. Rom. 27. – 2) das Zuathemkommen, Erholung, μόχϑων, von der Mühsal, Pind. Ol. 8, 7; καὶ ῥᾳστώνη Plat. Tim. 70 c; ἀναπνοὴν λαβεῖν Phaedr. 251 e; vgl. Pol. 1, 71; διδόναι Eur. Andr. 1138 u. sonst. – 3) Luft-, Zugloch, Plut. Acmil. 14.
-
2 ἀναπνοή
A recovery of breath, μόχθων ἀμπνοά rest from toils, Pi.O.8.7, cf. E.IT92, etc.; ἀμπνοὰν ἔστᾱσαν they recovered breath, took fresh courage, Pi.P.4.199; ἀ. διδόναι, παρέχειν, E.Andr. 1137, Pl.Ti. 70d; ; ἀναπνοὴν ἔχει.. εἰπεῖν has breath enough to say, Men.536.6.II respiration, breathing, Pi.P.3.57, Ar.Nu. 627, Pl.Ti. 33c, etc.; including εἰσπνοή and ἐκπνοή, Arist.Resp. 471a7; ἀμπνοὰς ἔχειν, = ἀναπνεῖν, breathe, live, S.Aj. 416;τὴν ἀ. ἀπολαβεῖν τινος
strangle,Plu.
Rom.27; ὑπὸ τὴν ἀ. in a breath, Plb.10.47.9.IV breathing organ, of the nose and mouth, D.S.2.12, Luc.Nigr.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπνοή
-
3 ἀναπνοή
-
4 αναπνοη
поэт. ἀμπνοή, дор. ἀμπνοά ἥ1) вдыхание, вдох(ἀ. καὴ ἐκπνοή Plat., Arst.)
2) дыханиеἀναπνοὰς ἔχειν Soph. — дышать, жить;
ὑπὸ τέν ἀναπνοήν Polyb. — единым духом;τέν ἀναπνοέν ἀπολαβεῖν τινος Plut. — удушить кого-л.;ἥ προσπεσοῦσα ταῖς ἀναπνοαῖς δύναμις Diod. — задержка дыхания3) испарение(τοῦ σώματος Plat.)
4) передышка, отдыхἀ. τινος Pind., Eur. — отдых от чего-л.;
5) отдушина, отверстие(ἀναπνοαὴ καὴ φρέατα Plut.)
-
5 πνέω
Grammatical information: v.Meaning: `to blow, to breathe, to respire, to smell'.Other forms: ep. πνείω (metr. length.), aor. πνεῦσαι (Il.), ipv. ἄμπνυε, midd. -ῡτο, -ύ̄( ν)θη (Hom.), fut. πνεύ-σομαι (IA.). - σοῦμαι (Ar., Arist.), - σω (hell.), perf. πέπνευκα (Att.), pass. πνευσ-θῆναι (Thphr.), - θήσομαι (Aret.).Derivatives: 1. πνοή, Dor. πνο(ι)ά, ep. πνοιή (- οι- metr. condit. after πνείω, Risch 119; on other explanations, which are not to be preferred, Scheller Oxytonierung 83 n. 2 w. lit.) f. `wind, breeze, breath' (Il.); ἀνα-, δια-, ἐκ-πνέω etc. etc.; very often as 2. member, e.g. ἡδύ- ( ἁδύ-)πνοος, - πνους `with a pleasant wind, breath' (Pi., S., E.), ἐπί-πνοος, - πνους `inspired' with ἐπίπνο-ια f. `inspiration' (A., Pl.); - πνοια also beside - πνοή in ἀνά-, ἀπό-, διά- πνέω a.o.; here ἀναπνο-ϊκος `concerning breathing' (Ptol.). 2. πνεῦμα ( ἄμ-, πρόσ- πνέω) n. `wind, breeze, breath, ghost' (Pi., IA.) with πνευμά-τιον (hell.), - τικός `concerning the wind etc.' (Arist.; on the further life (Nachleben) in the westeur. languages. Chantraine Studii clasice 2, 70f.), - τιος `bringing wind' (Arat.), - τώδης `wind-, breathlike of nature, windy' (Hp., Arist.), - τίας m. `asthmatic' (Hp.) with - τιάω `to gasp' (sch.); - τόω, - τόομαι `to blow up, to (cause to) vaporize' (Anaxipp., Arist.) with - τωσις, - τωτικός; - τίζω ( ἀπο-) `to fan by blowing' (Antig., H.) with - τισμός. 3. πνεῦσις f. `blowing', more usu. the compp., e.g. ἀνάπνευ-σις `to breathe again, to inhale, respite' (Il.). 4. With second. σ and τ-suffix as in ἄ-πνευσ-τος, - τί, - τία: πνευσ-τικός `belonging to breathing' (Gal.), more usu. ἀνα-πνέω (Arist.) a.o.; - τιάω `to gasp' (Hp., Arist.). 5. εἴσπν-ηλος, - ήλας `loving, lover' (Call., Theoc., EM), from εἰσ-πνέω `to inspire (love)' with analog. - ηλος; cf. Chantraine Form. 242.Etymology: The regular structure of the above forms is clearly the result of a generalising development, which will also have had zero grade formations as πνεῦσις, ἄπνευστος. Outside the general pattern there are only the isolated ep. forms ἄμ-πνυ-ε etc. `take breath' = `recover from', which may provide a bridge to the semantically slightly deviating but certainly belonging here πέ-πνυ-μαι, - μένος, `mentally active, animated, be sedate'; cf. Ruijgh L'élém. ach. 134 f. Not here prob. πινυ-τή, πινυτός a. cognates, which have only been connected on difficult assumptions; s.v. In any case ἄμπνυε, πέπνυ-μαι are not with Schulze Q. 322 ff. to be separated from πνέω. -- From other languages only some Germ. formations can be compared: OWNo. fnýsa `sniff', OE fnēosan `sneeze', which like πνευ- may contain an IE eu-diphthong; beside them there are however several variants, e.g. OWNo. fnasa, OHG fnehan, which show the unstable character of these orig. onomatop. words. Uncertain is the connection of Skt. abhi-knū́yate `be moist, sound, stink' (Dhātup., Lex.) with dissim. from * abhi-pn- (Mayrhofer s. knū́yate). -- The further analysis of πνέ(Ϝ)-ω in * p-ne-u-mi with nasal infix to the root pu- (assumption by Schwyzer 696 α after Pedersen IF 2, 314) is in the case of a word of this meaning hardly convincing. Further forms w. lit. in WP. 2, 85, Pok. 838f. Here also ποιπνύω; cf. also πνί̄γω.Page in Frisk: 2,566-567Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πνέω
-
6 πνεῦμα
A blast, wind, first in Anaximen.2, ὅλον τὸν κόσμον π. καὶ ἀὴρ περιέχει: freq. in Trag., etc.,ἀνέμων πνεύματα πάντων A.Pr. 1086
(anap.), cf. 1047 (anap.);θαλάσσας.. πνεύματι λάβρῳ Id.Pers. 110
(lyr.);πνευμάτων ἐπομβρίᾳ Id.Fr.300.3
; ; (but πνοή is commoner in Poets; Hom. uses πνοιή); πνεύματα ἀνέμων Hdt.7.16
.ά; τὸ π. κατῄει Th.2.84
; κατὰ πρύμναν ἵσταται τὸ π. ib.97;τὸ π. λεῖον καὶ καθεστηκὸς λαβεῖν Ar.Ra. 1003
;τὸ π. ἔλαττον γίγνεται Id.Eq. 441
;εἰ φορὸν π. εἴη X.HG6.2.27
; κατὰ πνεῦμα στῆναι τοῦ ἄρρενος to leeward of him, Arist.HA 560b14; but κατὰ π. προσιόντες down wind, ib. 535a19; πνεύματος ἀνείλησις, ἐκπύρωσις, Epicur. Ep.2pp.44,45 U.; as an element, air, Corp.Herm.1.9, 16;τὸ π. τὸ περὶ τὴν ψυχήν Plot.2.2.2
, cf. Porph.Sent.29.2 metaph., θαλερωτέρῳ π. with more genial breeze or influence, A.Th. 708(lyr.);λύσσης π. μάργῳ Id.Pr. 884
(anap.); αἰδοίῳ π. χώρας with air or spirit of respect on the part of the country, Id.Supp.29(anap.); π. ταὐτὸν οὔποτ'.. ἐν ἀνδράσιν φίλοις βέβηκεν the wind is constantly changing even among friends, S.OC 612;π. συμφορᾶς E.IT 1317
;ὅταν θεοῦ σοι π. μεταβαλὸν τύχῃ Id.HF 216
.II breathed air, breath, ; αὐλῶν, λωτοῦ π., E.Ba. 128(lyr.), Ph. 787 (lyr., pl.); π. ἀπέρρηξεν βίου the breath of life, A.Pers. 507;π. ἀπώλεσεν Id.Th. 984
(lyr.); π. ἄθροισον collect breath, E.Ph. 851; π. ἀφεῖναι, ἀνεῖναι, μεθεῖναι, to give up the ghost, Id.Hec. 571, Or. 277, Tr. 785 (anap.);π. δειμαίνων λιπεῖν Id.Supp. 554
;π... δυσῶδες ἠφίει Th.2.49
; πνεύματος διαρροαί the wind-pipe, E.Hec. 567;τὰς τοῦ π. διεξόδους ἀποφράττον Pl.Ti. 91c
(v. πνεύμων); πνεύματος ῥώμη Plu.2.804b
: prov.,ἄνθρωπός ἐστι π. καὶ σκιὰ μόνον S.Fr.13
.2 breathing, respiration, freq. in Hp., π. πυκνόν, ἀραιόν, ἐκτεῖνον, κατεπεῖγον, Epid.2.3.7;π. πυκνότερον Acut.16
; π. προσκόπτον checked, difficult breathing, Aph.4.68; π. ἄσημον indistinct, feeble breathing, Epid.6.7.8;π. βηχῶδες Coac. 622
; π. μετέωρον shallow breathing, Epid.2.3.1; τὸ π. ἔχειν ἄνω to be out of breath, Men.23, cf. Sosicr.1; τὸ π. ἀνήνεγκαν recovered their breath, Hp.Prorrh.2.12 (so withoutτὸ π. Aph.2.43
); but ἀναφέρουσιν.. κλαίοντά τε καὶ ἐς τὰς ῥῖνας ἀνέλκοντα τὸ π. they sob.., Id.Hebd.51.b pl., of the air imagined as filling the veins, πνευμάτων ἀπολήψιες ἀνὰ φλέβας Id.Acut.(Sp.)7,al.4 breath of life,π. ζωῆς LXXGe.6.17
, 7.15, cf. Plu.Per.13,etc.; π. ἔχειν retain life, Plb.31.10.4; living being,ἐγὼ Νίνος πάλαι ποτ' ἐγενόμην π. Phoen.1.16
; οὐ π. πάντα βρότεια σοὶ (sc. Πλούτωνι)νέμεται; IG14.769
([place name] Naples).5 that which is breathed forth or exhaled, odour,ὦ θεῖον ὀδμῆς π. E.Hipp. 1391
; π. βαρὺ ἀφιεῖσα, of a tree, Plu.2.647b.6 Gramm., breathing with which a vowel is pronounced, ib. 1009e (pl.), A.D.Adv.147.18; π. δασύ, ψιλόν, Id.Pron. 78.6, Adv.148.9.III divine inspiration,ἄγρια.. πνεύματα θευφορίης AP6.220.4
(Diosc.);εἰ μή τι θεῖον.. ἐνῆν π. τῇ ψυχῇ Pl.Ax. 370c
;τὸ ἱερὸν καὶ δαιμόνιον ἐν μούσαις π. Plu.2.605a
;καθαρὸν δίκαιον.. π. θεοῦ σωτῆρος BMus.Inscr.1062
(Cyrene, ii A. D.).2 spirit of man,εἴτ' ἐστὶ τοῦτο π. θεῖον εἴτε νοῦς Men.482.3
: in NT, opp. ψυχή, 1 Ep.Thess.5.23, cf. Ep.Rom.8.2; τῷ π., opp. τῷ σώματι, 1 Ep.Cor.5.3; also, opp. γράμμα, Ep.Rom.2.29.V spiritual or immaterial being, angel, Ep.Hebr.1.14, Apoc.1.4; τὰ ἄχραντα π., τὰ κακὰ π., Iamb.Myst.3.31; π. πονηρόν, ψευδές, LXX Jd.9.23, 3 Ki.22.21, cf. Act.Ap.19.12, 15, Apoc.16.14, Porph. ap. Eus.PE4.23, etc.; ἀλάλου καὶ κακοῦ π. οὖσα πλήρης (sc. ἡ Πυθία) Plu.2.438b.VI Rhet., sentence declaimed in one breath, Hermog.Inv.3.10,4.4,al.
См. также в других словарях:
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… … Dictionary of Greek
Κονγκό, Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Μπραζαβίλ Παλαιότερη ονομασία: Γαλλικό Κονγκό (1910 60) / Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (1960 91) Έκταση: 324.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 2.958.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπραζαβίλ… … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek