Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀμφ-όδους

См. также в других словарях:

  • αμφώδων — ἀμφώδων ( οντος), ο, η (Α) αυτός που έχει δόντια και στις δύο σιαγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ὀδών, ιων. τ. αντί ὀδούς, με έκταση τού αρχ. φωνήεντος τής λ. σε ω (ἀμφ ώδων) λόγω τής συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • λαγώδων — λαγώδων, ον (Μ) αυτός που έχει δόντια τα οποία πετάγονται προς τα έξω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + ὀδών, ιων. τ. αντί ὀδούς (πρβλ. αμφ ώδων). Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • προώδων — οντος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός τού οποίου τα δόντια εξέχουν προς τα έξω, ο προόδους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ώδων (< ὀδών / ὀδούς), πρβλ. αμφ ώδων. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»