-
1 αλωπεκήν
-
2 ἀλωπεκῆν
-
3 ἀλωπέκειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλωπέκειος
-
4 ἐξικνέομαι
Aἐξῐκόμην Il.9.479
, augm. ἐξίκοντο [ῑ] Sapph. 1.13:—reach, arrive at a place, Hom. always in [tense] aor. and mostly c. acc. loci,ἄλλων ἐξίκετο δῆμον Il.24.481
, etc.;Φθιην δ' ἐξῐκόμην ἐριβώλακα.. ἐς Πηλῆα ἄνακτα 9.479
;δεῦρο Simon. 171
, cf. Pi.P.3.76, A.Pr. 810: abs., Sapph. l.c.: with Preps.,ἐ. ἐς βυσσόν Hdt.2.28
;ἐς ἥβην S. Fr.583.6
; ;πρὸς πεδία Id.Pr. 792
;μέχρι γάμου καὶ γενεᾶς Plu.2.149d
.2 c. acc. rei, arrive at, reach an object,σοφίας ἄωτον ἄκρον Pi.I.7(6).19
;ἔργῳ οὐδὲ τἀναγκαῖα ἐ.
complete, accomplish,Th.
1.70; τεθνηκόσιν γὰρ ἔλεγεν, οἷς οὐδὲ τρὶς λέγοντες ἐξικνούμεθα (by attract. for οὕς) Ar.Ra. 1176, cf. Plu.2.347e: c. gen., E.El. 612;ἀλλήλων X.HG7.5.17
; alsoπρός τι Plb.1.3.10
, etc.3 abs., reach to a distance, of an arrow,ὅσον τόξευμα ἐξικνέεται Hdt.4.139
; of sight,ἐπὶ πολλὰ στάδια ἐ. X.Mem. 1.4.17
, cf. 2.3.19, E.Ba. 1060; of mental operations, ὅσον δυνατός εἰμι < ἐπὶ> μακρότατον ἐξικέσθαι ἀκοῇ so far as I can get by inquiry, Hdt. 1.171; , cf. 4.16, 192;ἐ. φρονήσει ἐπ' ἀμφότερα Pl.Hp.Ma. 281d
;περαιτέρω τῆς χρείας ἐ. τῇ θεωρίᾳ Plu.Sol.3
.b suffice, of persons,πρὸς τὸν προκείμενον ἄεθλον Hdt.4.10
;ἐπί τι Plu.Pomp.39
; of things,ἂν ἐξικνῆται τὰ ἡμέτερα χρήματα Pl.Prt. 311d
: prov.,ἂν μὴ λεοντῆ γ' ἐξίκητ', ἀλωπεκῆν πρόσαψον Com.Adesp.49D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξικνέομαι
-
5 ἐφικνέομαι
Aἐφίξυμαι Xenoph.6.3
: [tense] aor. 2 ἐφῑκόμην, [dialect] Ep. - ῐκόμην Il.13.613: [tense] pf.ἐφῖγμαι D.25.101
:I reach at, aim at, c. gen., of two combatants,ἅμα δ' ἀλλήλων ἐφίκοντο Il.13.613
; simply, reach or hit with a stick,εὐ μάλα μου ἐφικέσθαι πειράσεται Pl.Hp.Ma. 292a
;ὅσων ἂν ἐφικέσθαι δυνηθῶσιν Isoc.12.227
; , cf. Plu.2.267c, etc.;σφενδόνῃ οὐκ ἂν ἐφικοίμην αὐτόσε Antiph.55.20
;τὰ βέλη ἐ. ἄχρι πρὸς τὸν σκοπόν Luc.Nigr.36
.2 reach, extend,ὅσον ὁ ἥλιος ἐ. Thphr.HP1
. 7.1, etc.;ἐφ' ὅσον ἀνθρώπων μνήμη ἐ. X.Cyr.5.5.8
; ἐ. ἐπὶ τοσαύτην γῆν τῷ ἀφ' ἑαυτοῦ φόβῳ to reach by the terror of his name over.., ib.1.1.5; ἐ. ἐς τὸ λεπτότατον to reach to the smallest matter, Luc.JConf.19;ὅπου μὴ ἐ. ἡ λεοντῆ, προσραπτέον.. τὴν ἀλωπεκῆν Plu.2.190e
; c. part.,ἐ. φθεγγόμενον Id.TG18
;ἐ. βλέποντα μέχρι τινός D.Chr.62.1
.3 metaph., hit, touch the right points,ἐ. ἐξαριθμούμενος Plb.1.57.3
;τὰ ἄλλα λέγων ἐπίκεο ἀληθέστατα Hdt.7.9
.4 reach, attain to,τῆς ἀρετῆς Isoc.1.5
;ἀνδραγαθίας Aeschin.3.189
;τοῦ τριηραρχεῖν D.20.28
, cf. 122;τῷ λόγῳ τῶν ἐκεῖ κακῶν Id.19.65
: c. inf., ἐ. τῷ λόγῳ διελθεῖν to be able to.., Plu.2.338c, cf. Plb.1.4.11, Inscr.Prien.105.47 (i B. C.): abs., succeed in one's projects, App.Mith. 102; of a poison, reach a vital part, take effect, ib. 111.II c. acc., to come upon, like ἐφικάνω, εἴ σε μοῖρ' ἐφίκοιτο Pi.I.5(4).15: c. dupl. acc., ἐπικέσθαι μάστιγι πληγὰς τὸν Ἑλλήσποντον to visit it with blows, Hdt.7.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφικνέομαι
См. также в других словарях:
ἀλωπεκῆν — ἀλωπέκειος of a fox fem acc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅπου γὰρ ἡ λεοντῆ μὴ ἐιρικνεῖ ται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν. — ὅπου γὰρ ἡ λεοντῆ μὴ ἐιρικνεῖ ται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν. См. Где волчий рот, а где лисий хвост … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
где волчий рот, а где лисий хвост — Ср. Один волчий зуб без всякого хвоста (лисьего)! Таков, сударь, моей натуры чин и склад. Данилевский. Мирович. (Ломоносов.) Ср. Вы, батенька, как я слышал, ох, какой тонкий человек; как говорят: лисий хвост, да волчий рот... Писемский.… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Где волчий рот, а где лисий хвост — Гдѣ волчій ротъ, а гдѣ лисій хвостъ. Ср. Одинъ волчій зубъ безъ всякаго хвоста (лисьяго)! Таковъ, сударь, моей натуры чинъ и складъ. Данилевскій. Мировичъ. (Ломоносовъ.) Ср. Вы, батенька, какъ я слышалъ, охъ, какой тонкій человѣкъ; какъ говорятъ … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
λεοντή — η (Α λεοντῆ και λεοντέη) το δέρμα, το τομάρι τού λιονταριού («ὅπου γὰρ ἡ λεοντῆ μὴ ἀφικνεῑται, προσραπτέον ἐκεῑ τὴν ἀλωπεκῆν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεοντ έη < λέων, οντος + επίθημα έη, δηλωτικό δερμάτων ζώων (πρβλ. αλωπηκ έη, παρδαλ έη)] … Dictionary of Greek