-
1 εξικόμην
ἐξῑκόμην, ἐξικνέομαιreach: aor ind mid 1st sgἐξικνέομαιreach: aor ind mid 1st sg (homeric ionic) -
2 ἐξικόμην
ἐξῑκόμην, ἐξικνέομαιreach: aor ind mid 1st sgἐξικνέομαιreach: aor ind mid 1st sg (homeric ionic) -
3 ἐξικνέομαι
Aἐξῐκόμην Il.9.479
, augm. ἐξίκοντο [ῑ] Sapph. 1.13:—reach, arrive at a place, Hom. always in [tense] aor. and mostly c. acc. loci,ἄλλων ἐξίκετο δῆμον Il.24.481
, etc.;Φθιην δ' ἐξῐκόμην ἐριβώλακα.. ἐς Πηλῆα ἄνακτα 9.479
;δεῦρο Simon. 171
, cf. Pi.P.3.76, A.Pr. 810: abs., Sapph. l.c.: with Preps.,ἐ. ἐς βυσσόν Hdt.2.28
;ἐς ἥβην S. Fr.583.6
; ;πρὸς πεδία Id.Pr. 792
;μέχρι γάμου καὶ γενεᾶς Plu.2.149d
.2 c. acc. rei, arrive at, reach an object,σοφίας ἄωτον ἄκρον Pi.I.7(6).19
;ἔργῳ οὐδὲ τἀναγκαῖα ἐ.
complete, accomplish,Th.
1.70; τεθνηκόσιν γὰρ ἔλεγεν, οἷς οὐδὲ τρὶς λέγοντες ἐξικνούμεθα (by attract. for οὕς) Ar.Ra. 1176, cf. Plu.2.347e: c. gen., E.El. 612;ἀλλήλων X.HG7.5.17
; alsoπρός τι Plb.1.3.10
, etc.3 abs., reach to a distance, of an arrow,ὅσον τόξευμα ἐξικνέεται Hdt.4.139
; of sight,ἐπὶ πολλὰ στάδια ἐ. X.Mem. 1.4.17
, cf. 2.3.19, E.Ba. 1060; of mental operations, ὅσον δυνατός εἰμι < ἐπὶ> μακρότατον ἐξικέσθαι ἀκοῇ so far as I can get by inquiry, Hdt. 1.171; , cf. 4.16, 192;ἐ. φρονήσει ἐπ' ἀμφότερα Pl.Hp.Ma. 281d
;περαιτέρω τῆς χρείας ἐ. τῇ θεωρίᾳ Plu.Sol.3
.b suffice, of persons,πρὸς τὸν προκείμενον ἄεθλον Hdt.4.10
;ἐπί τι Plu.Pomp.39
; of things,ἂν ἐξικνῆται τὰ ἡμέτερα χρήματα Pl.Prt. 311d
: prov.,ἂν μὴ λεοντῆ γ' ἐξίκητ', ἀλωπεκῆν πρόσαψον Com.Adesp.49D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξικνέομαι
-
4 ἐξικνέομαι
ἐξ-ικνέομαι, aor. 2 ἐξικόμην, ἐξίκετο (ῖ, augment): reach, arrive at, gain (from somewhere), w. acc. of place or person, Il. 9.479, Od. 12.166, Od. 13.206.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐξικνέομαι
См. также в других словарях:
ἐξικόμην — ἐξῑκόμην , ἐξικνέομαι reach aor ind mid 1st sg ἐξικνέομαι reach aor ind mid 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξικνούμαι — (AM ἐξικνοῡμαι, έομαι) φτάνω (α. «ώς εκεί εξικνείται το θράσος του» β. «Φθίην ἐξικόμην ἐριβώλακα») αρχ. μσν. 1. φθάνω κάπου, διανύω μιαν απόσταση («πρὶν τόξευμα ἐξικνεῑσθαι») 2. επαρκώ («ἐφ ἅ δὲ αὐτὸς οὐκ ἐξικνεῑτο») αρχ. έρχομαι ως ικέτης.… … Dictionary of Greek