Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀλλό-τροπος

См. также в других словарях:

  • τρόπος — ο, ΝΜΑ 1. μέσο, μέθοδος, είδος, σύστημα ενέργειας (α. «τρόπος διδασκαλίας» β. «οὐ γὰρ δῆ τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι δυνατοί εἰμεν οἰκέειν τὴν χώραν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με λόγο) ύφος, είδος έκφρασης 3. μτφ. συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο (α. «δεν …   Dictionary of Greek

  • θηριοτρόπος — θηριοτρόπος, ον (Μ) αυτός που φέρεται και που δρα σαν θηρίο, που έχει τρόπους θηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + τροπος (< τρόπος < τρέπω), πρβλ. αλλό τροπος, αρχαιό τροπος] …   Dictionary of Greek

  • αλλότροπος — η, ο (Α ἀλλότροπος, ον) αυτός που εμφανίζεται κατ άλλο τρόπο, ασυνήθιστος, παράδοξος, αλλόκοτος ΙΙ επίρρ. ἀλλοτρόπως με άλλο, με διαφορετικό τρόπο, ποικιλοτρόπως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + τρόπος. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. ἀλλοτροπία νεοελλ. αλλοτροπικός,… …   Dictionary of Greek

  • ετερογαμία — Τρόπος αμφιγονικής αναπαραγωγής, κατά την οποία οι συναπτόμενοι γαμέτες προέρχονται από διαφορετικά άτομα. Η ε. μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανισογαμία αν υπάρχει διαφορά μεγέθους και μορφής μεταξύ των γαμετών ή μεταξύ των γεννητικών κυττάρων των… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»