Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀλαλήμενος

См. также в других словарях:

  • ἀλαλημένος — ἀ̱λαλημένος , ἀλαλάω make dumb perf part mp masc nom sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαλήμενος — ἀλάλημαι wander perf part mid masc nom sg ἀλάλημαι wander pres part mid masc nom sg ἀλαλάω make dumb perf part mp masc nom sg ἀλαλάω make dumb pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλάλημαι — ἀλάλημαι (Α) περιπλανιέμαι περιφέρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρκμ. τού ρ. ἀλῶμαι* με σημασία ενεστώτα η μτχ. ἀλαλήμενος διατηρεί τον τονισμό τού ενεστ., πιθ. λόγω τής ενεστωτικής σημασίας της] …   Dictionary of Greek

  • αλώμαι — ἀλῶμαι ( άομαι) (Α) 1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι 2. περιπλανιέμαι μακριά από την πατρίδα, είμαι εκτοπισμένος, ζω στην εξορία 3. βρίσκομαι σε απορία, σε αδιέξοδο, είμαι αμήχανος, σαστισμένος 4. περιφέρομαι μακριά από κάποιον ή κάτι, μού λείπει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»