Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀκολουϑεῖν

См. также в других словарях:

  • ἀκολουθεῖν — ἀκολουθέω follow pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀκολουθεῖν — ἀκολουθεῖν , ἀκολουθέω follow pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • наслѣдовати — НАСЛѢД|ОВАТИ (85), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. 1.Быть наследником; наследовать, получать в наследство: брать(ѧ) наслѣдують. ѹмершаго брата. (κληρоνоμοῦσι) КР 1284, 307а; Аще кто бе завѣщани˫а ѹмреть. i бу(д)ть ѥму чада. ли внучата. си да наслѣдують. МПр XIV,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Ομάριος — Ὁμάριος, ὁ (Α) προσωνυμία τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η προσωνυμία Ὁμάριος αντιστοιχεί στον αρχαιότερο τ. Ἁμάριος, επίθ. τού Διός ως προστάτη τών συνεδριάσεων τής Αχαϊκής Ομοσπονδίας, που οι αρχαίοι ταύτιζαν με τον Ὁμαγύριο Δία. Τόσο η προσωνυμία Ἁμάριος… …   Dictionary of Greek

  • εφαμαρτώ — ἐφαμαρτῶ, έω (Α) εφομαρτώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἁμαρτώ «συγκεντρώνομαι» (< αμάρτυρο επίθ. *ἅμαρτος «συγκεντρωμένος» < ἁμαρεῖν «ακολουθείν, πείθεσθαι»)] …   Dictionary of Greek

  • ομορβείν — ὁμορβεῑν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁμορβεῑν ἀκολουθεῑν, ὁδοιπορεῑν» …   Dictionary of Greek

  • υπάγω — ὑπάγω, ΝΜΑ [άγω] μεταβαίνω, πηγαίνω («ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾱ!», ΚΔ) νεοελλ. 1. κατατάσσω, ταξινομώ, βάζω κάτι σε ορισμένη κατηγορία («το α υπάγεται στα δίχρονα φωνήεντα») 2. θέτω κάποιον ή κάτι υπό την δικαιοδοσία άλλου («η υπηρεσία υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • φάλαγγα — Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε… …   Dictionary of Greek

  • Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»