-
1 γωνιών
γωνίαcorner: fem gen plγωνιάζωplace at an angle: fut part act masc voc sgγωνιάζωplace at an angle: fut part act neut nom /voc /acc sgγωνιάζωplace at an angle: fut part act masc nom sg (attic epic ionic) -
2 γωνιῶν
γωνίαcorner: fem gen plγωνιάζωplace at an angle: fut part act masc voc sgγωνιάζωplace at an angle: fut part act neut nom /voc /acc sgγωνιάζωplace at an angle: fut part act masc nom sg (attic epic ionic) -
3 αγωνίων
ἀγώνιοςof: masc /fem /neut gen plἀ̱γωνίων, ἀγωνιάωcontend eagerly: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀ̱γωνίων, ἀγωνιάωcontend eagerly: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)ἀγωνιάωcontend eagerly: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)ἀγωνιάωcontend eagerly: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
4 ἀγωνίων
ἀγώνιοςof: masc /fem /neut gen plἀ̱γωνίων, ἀγωνιάωcontend eagerly: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀ̱γωνίων, ἀγωνιάωcontend eagerly: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)ἀγωνιάωcontend eagerly: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)ἀγωνιάωcontend eagerly: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
5 ὀξύτης
ὀξύτης, ητος, ἡ, die Schärfe, Spitze; γωνιῶν, Plat. Tim. 61 e; vom Tone, die Höhe, Ggstz von βαρύτης, Phil. 17 c Theaet. 163 b; die Schnelligkeit, καὶ τάχος, Charm. 160 b; ἡ δ' ἀγχίνοια οὐχὶ ὀξύτης τίς ἐστι τῆς ψυχῆς, ἀλλ' οὐχὶ ἡσυχία, ibd. a, schnelle Beweglichkeit; ὁ ὄχλος ὀξύτητι καὶ πικρίᾳ διαφέρων, Pol. 6, 44, 9; ψυχῆς, Scharfsinn, D. L. 8, 13; – ἐὰν παρῶσι τὴν ὀξύτητα τῶν καιρῶν, D. Sic. 15, 43, der schnell vorübergehende günstige Augenblick, vgl. ταῖς ὀξύτησι καὶ τοῖς τοῠ πολέμου καιροῖς ἀκολουϑεῖν, Dem. 94, 95.
-
6 ἀμβλύς
ἀμβλύς, εῖα, ύ (nach Arist. Top. 1, 15 Ggstz von ὀξύς sowohl bei ὄγκος als bei χυμός), stumpf, Ggstz von scharf, ὀξύς, Plat. Theaet. 165 d; Lys. 215 e; ὀδόντες Ael. H. A. 4, 40; vom Gesichte: schwach-, stumpfsichtig, ἀμβλὺ ὁρᾶν Plat. Theaet. 174 e; in der Geometrie, vom Winkel, im superl. ἀμβλυτάτη τῶν γωνιῶν Tmi. 55 a; ἀμβλὺς χέρας, dessen Blutschuld nicht mehr frisch ist, Aesch. Eum. 229. Bei Thuc. ἀμβλύτερος, Ggstz βεβαιότερος, saumseliger und unzuverlässiger, 2, 40. Bei Plat. Polit. 273 b, dem ἀκριβέστερον entgegen, weniger scharf ausgeprägt, schlechter; ἀμβλὺς τὴν φύσιν, von schlechten Naturanlagen, stumpfsinnig, im Ggstz von εὐφυής, Xen. Mem. 3, 9, 3; vgl. Thuc. 2, 40. 65; περὶ τὴν κρίσιν ἀμβλύτερος, weniger streng, Plut. Alc. 16; πρὸς τὸν δρόμον, träg zum Wettlauf, Luc. ep. 10 (XI, 431); τῇ τιμῇ, lau in Ehrenbezeigungen, Plut. Cat. min. 71; vgl. C. Graech. 8.
-
7 οξυτης
1) заостренность, острота(γωνιῶν Plat.)
2) муз. высота(τῆς φωνῆς Plat.)
3) острота, зоркость(ὄψεως Arst.)
4) восприимчивость, способность, одаренность(τῆς ψυχῆς Plat.)
5) быстрота, стремительность, скорость(ὀ. καὴ τάχος Plat.)
6) внезапность(τῶν καιρῶν Diod.)
7) неожиданная случайность -
8 παραλλαλή
παραλλ-ᾰλή, ἡ,A passing from hand to hand, transmission,πυρὸς παραλλαγαί A.Ag. 490
; change of position, movement, τὸ τάχος τῆς π., of the sun's apparent motion, Str.17.3.10.b Astrol., of a heavenly body, passing beyond the degree occupied by another, Antioch.Astr.in Cat.Cod.Astr.8(3).113.2 alternation, μυῶν παραλλαγαὶ καὶ νεύρων their alternate movements, Hp.Art.30 ; παραλλαγὰς τοῖς ποσὶν ἐποίουν, of dancers, Critias 36.4 interchange, διανοίας πρὸς αἴσθησιν π. interchange of intellect and sense, putting one for the other, Pl.Tht. 196c; π. προσώπων, πτώσεως, A.D.Pron.110.3, Synt.214.9.II difference between things,ποιεῖν τινα π. εὐοσμίας καὶ ἀοσμίας Thphr.HP6.6.5
;μεγάλας τὰς π. ποιεῖσθαι περί τι Plb.6.7.5
; μεγάλην ἔχειν π. D.S.5.37, cf. Plot.3.1.5 ;ἡ π. βραχεῖα Phld.Po.2.5
;ἡ π. ἡ [τοῦ ἀνθρώπου] πρὸς τὰ ἄλογα Arr.Epict.2.8.3
; κάλλους πρὸς αἶσχος ib.2.23.32.III variety, variation, Thphr.HP2.3.2 ;μεγεθῶν Epicur.Ep.1p.15U.
(pl.), al., cf. Chrysipp.Stoic.3.182, Ep.Jac.1.17, Cleom.1.7 ;γραμμῶν καὶ γωνιῶν Theol.Ar.63
; change of meaning,παραλλαγῶν κατὰ σύμβολον γινομένων Chrysipp.Stoic.2.258
, cf. 3.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραλλαλή
-
9 παράλλαξις
A alternation: overlapping of broken bones, Hp.Fract.15 (pl.); ἡ π. τοῦ ὀστέου ib.35 ;π. ἔχειν πρὸς ἄλληλα καὶ συμπλοκήν Thphr.Sens.66
.II change, deviation, mutation, Pl.Ti. 22d, cf. Plt. 269e, Placit.1.7.33 (pl.);διαστροφὴ μεγάλη καὶ π. τῆς γωνίας Plu.2.93
oa ; παραλλάξιες φρενῶν mental aberrations, Hp.Acut.(Sp.) 1.2 Astron., parallax, Ptol.Alm.5.11, 9.1, Procl.Hyp.4.53, al.b φάσις defined as ἡ μετὰ τὴν κρύψιν τοῦ ἡλίου πρώτη.. ἐξ αὐτοῦ π. Phlp. in Mete.76.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράλλαξις
См. также в других словарях:
γωνιῶν — γωνία corner fem gen pl γωνιάζω place at an angle fut part act masc voc sg γωνιάζω place at an angle fut part act neut nom/voc/acc sg γωνιάζω place at an angle fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγωνομετρία — Κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με το θεμελιώδες πρόβλημα του υπολογισμού όλων των στοιχείων ενός τριγώνου, όταν μας είναι γνωστά μερικά από αυτά, αλλά ικανά να το προσδιορίσουν. Επειδή τα τρίγωνα διακρίνονται σε επίπεδα και σφαιρικά, γι’… … Dictionary of Greek
τρίγωνο — Γεωμετρικό σχήμα που προκύπτει αν τρία σημεία, τα οποία δεν βρίσκονται σε ευθεία, συνδεθούν ανά δύο με ευθύγραμμα τμήματα. Τα τρία τμήματα των ευθειών καλούνται πλευρές και τα σημεία κορυφές του τ. Ως προς τις πλευρές, το τ. μπορεί να είναι… … Dictionary of Greek
θεοδόλιχος — Τοπογραφικό όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, των αζιμουθιακών και ζενιθιακών γωνιών, που είναι απαραίτητες για τον τριγωνισμό, δηλαδή τον προσδιορισμό της θέσης σημείων της γήινης επιφάνειας, τα οποία έχουν… … Dictionary of Greek
λεπτό — Υποδιαίρεση μονάδων μέτρησης (βλ. λ. μέτρηση και μέτρο). 1. Χρονική μονάδα ίση με το ένα εξηκοστό της ώρας. 2. Μονάδα μέτρησης γωνιών, ίση με το ένα εξηκοστό της μοίρας. 3. Νομισματική μονάδα, ίση με το ένα εκατοστό του ευρώ. * * * και λεφτό, το… … Dictionary of Greek
μοιρογνωμόνιο — Όργανο, απλούστερο από το γωνιόμετρο, το οποίο χρησιμοποιείται για τη μέτρηση γωνιών όταν δεν απαιτείται μεγάλη ακρίβεια. Το μ. αποτελείται από ένα ημικύκλιο ή έναν κύκλο, από διαφανές συνήθως υλικό. Μερικά έχουν δύο λεπτούς δείκτες που… … Dictionary of Greek
σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… … Dictionary of Greek
σφαιρικός — ή, ό / σφαιρικός, ή, όν, ΝΜΑ [σφαίρα] 1. αυτός που έχει σχήμα σφαίρας, σφαιροειδής («σφαιρικό σώμα») 2. αυτός που ανήκει στη σφαίρα, ο σχετικός με τη σφαίρα («σφαιρική επιφάνεια») νεοελλ. 1. μτφ. ολόπλευρος («έγινε σφαιρική αντιμετώπιση τού… … Dictionary of Greek
ημίτονο — Μέγεθος της τριγωνομετρικής συνάρτησης, σύμφωνα με το οποίο θεωρούμε στο επίπεδο ένα ορθοκανονικό σύστημα συντεταγμένων xOy και την περιφέρεια αυτού του επιπέδου με κέντρο το Ο και ακτίνα l. Έστω τώρα x ένας πραγματικός αριθμός· o x μπορεί… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
τρίεδρο — Στερεό γεωμετρικό σχήμα, που προκύπτει από τρία τεμνόμενα επίπεδα, οι τομές των οποίων συναντώνται σε κοινό σημείο. Έστω Ο ένα σημείο του χώρου και a, b, c, τρεις ημιευθείες που δεν βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο και διέρχονται από το Ο. Το… … Dictionary of Greek