-
1 απορία
ἀπορίᾱ, ἀπορίαbeing: fem nom /voc /acc dualἀπορίᾱ, ἀπορίαbeing: fem nom /voc sg (attic doric ionic aeolic)——————ἀπορίαι, ἀπορίαbeing: fem nom /voc plἀπορίᾱͅ, ἀπορίαbeing: fem dat sg (attic doric ionic aeolic) -
2 ἀπορία
I of places, difficulty of passing, X.An.5.6.10.II of things, difficulty, straits, in sg. and pl., ἐς ἀπορίην πολλὴν ἀπιγμένος, ἀπειλημένος, Hdt.1.79, 2.141; ἐν ἀπορίῃ or ἐν ἀποίῃσι ἔχεσθαι, Id.9.98, 4.131, cf. Antipho 5.66;ἀπορίῃσιν ἐνείχετο Hdt.1.190
;ἀπορίην ἐρωτηθέντι παρασχεῖν Hp.VM13
, cf. Lys.19.1; ἀπορια τελέθει, c. inf., Pi.N.7.105, cf. Pl. Lg. 788c;εἰς φρέατα καὶ πᾶσαν ἀ. ἐμπίπτων Id.Tht. 174c
: c. gen. rei,ἀ. τοῦ μὴ γινώσκειν Hp.Morb.Sacr.1
; ἀ. τοῦ μὴ ἡσυχάζειν impossibility of keeping quiet, Th.2.49;ἀ. τῆς προσορμίσεως Id.4.10
;ἀ. τοῦ ἀνακαθαίρεσθαι Pl.Lg. 678d
.III of persons, difficulty of dealing with or getting at,τῶν Σκυθέων Hdt.4.83
;τοῦ ἀποκτείναντος Antipho 2.4.2
.2 being at a loss, embarrassment, perplexity, , cf. Th. 7.44,75, etc.;ἀ. ἐν τῷ λόγῷ συμβᾶσα Aeschin.2.41
; distress, discomfort, in illness, Hp.Epid.5.42, Aret.SA2.5: hence metaph., .3 ἀ. τινός lack of a person or thing,σοφῶν ἀνδρῶν Ar.Ra. 806
; τροφῆς, χρημάτων, etc., Th.1.11, 7.48; ἀπώλλυντο.. ἀπορίᾳ τοῦ θεραπεύοντος for want of one to attend to them, Id.2.51;ἀ. λόγων Pl.Ap. 38d
; ἀ. πλοίων shortage of ships, CPHerm.6.10: abs., need, poverty, Th.1.123;ἀ. καὶ πενία And.1.144
; opp. εὐπορία, Arist.Pol. 1279b27: in pl., D. 19.146.IV in Dialectic, question for discussion, difficulty, puzzle,ἀπορίᾳ σχόμενος Pl.Prt. 321c
; ἀ. ἣν ἀπορεῖς ib. 324d;ἡ ἀ. ἰσότης ἐναντίων λογισμῶν Arist. Top. 145b1
, al.;ἔχει ἀπορίαν περί τινος Id.Pol. 1285b28
;αἱ μὲν οὖν ἀ. τοιαῦταί τινες συμβαίνουσιν Id.EN 1146b6
;οὐδεμίαν ποιήσει ἀ. Id.Metaph. 1085a27
; ἀ. λύειν, διαλύειν, Id.MM 1201b1, Metaph. 1062b31;ἀπορίᾳ ἀπορίαν λύειν D.S.1.37
. -
3 απορια
ион. ἀπορίη ἥ1) непроходимость, трудность перехода(πεζῇ καὴ κατὰ θάλατταν Xen.)
2) недостаток, нехватка, скудость, отсутствие(τροφῆς Thuc.; ἐπιτηδείων Xen.; σοφῶν ἀνδρῶν Arph.)
ἀπορίᾳ τινός Thuc. — за недостатком чего-л.3) нужда, бедность Thuc., Arst.4) недород, бесхлебица(ἰσχυρᾶς ἀπορίας γενομένης Plut.)
5) безвыходное положение, стесненные обстоятельства(ἐς ἀπορίην ἀπιγμένος Her.; (ἐν) ἀπορίᾳ ἔχεσθαι Her., Plat.)
ἥ ἀ. τοῦ μέ ἡσυχάζειν Thuc. — невозможность отдохнуть6) трудность, затруднение, недоумение(ἀπορίαν λύειν или διαλύειν Arst.)
ἀπορίαν ἀπορεῖν Plat. — быть в недоумении, колебаться;πολλέν ἀπορίαν παρέχειν τινί Plut. — поставить кого-л. в тупик -
4 ἀπορία
1 desperation, uselessnessταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει N. 7.105
-
5 ἀπορία
ἀπορία, ας, ἡ (s. ἀπορέω; Pind., Hdt. et al.; ins, pap, LXX; TestJob; Jos., Bell. 1, 198, Ant., 8, 328; Ath., R. 74, 32 ‘lack’ of money or possessions) orig. ‘lack of means/resources’ (so esp. ins, pap) perplexity, anxiety ἀ. ἤχους θαλάσσης anxiety because of the roaring of the sea Lk 21:25 (cp. Herodian 4, 14, 1 ἀ. τοῦ πρακτέου).—DELG s.v. πόρος, w. ref. to πείρω. Frisk s.v. πείρω. M-M. Sv. -
6 απορία
η1) недоумение, сомнение, удивление;βρίσκομαι εις απορίαν — быть в недоумении;
μαθαίνω κάτι μετ' απορίας — узнать что-л, с удивлением;
2) затруднение, затруднительное положение;3) нужда, крайний недостаток, бедность;πιστοποιητικό απορίας — справка об отсутствии доходов;
ευρίσκομαι εν εσχάτη απορία — быть в крайней нужде
-
7 ἀπορία
ἡ ἀπορία ['безысходность'] 1. тяжелое положение, нехватка средств; 2. непреодолимое (умственное) затруднение, недоумение, апория -
8 ἀπορία
Βλ. λ. απορία -
9 ἀπορίᾳ
Βλ. λ. απορία -
10 ἀπορία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀπορία
-
11 απορία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > απορία
-
12 ἀπορία
недоумение, затруднение, смущение, растерянность.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀπορία
-
13 ἀπορίᾳ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀπορίᾳ
-
14 ἀπορία
нужда, недостаток -
15 ἀπορία
-ας + ἡ N 1 2-0-4-1-4=11 Lv 26,16; Dt 28,22; Is 5,30; 8,22; 24,19embarassment, perplexity Lv 26,16; distress, discomfort Dt 28,22 Cf. DE WAARD 1981 556 -
16 ἀπορία
ἀ-πορία, der Zustand eines ἄπορος, (1) Ratlosigkeit, Verlegenheit, Schwierigkeit. (2) Mangel; Geldverlegenheit. (3) Bedenklichkeit, Zweifel -
17 απορία
yadırgama, soru, tereddüt -
18 απορίας
ἀπορίᾱς, ἀπορίαbeing: fem acc plἀπορίᾱς, ἀπορίαbeing: fem gen sg (attic doric ionic aeolic) -
19 ἀπορίας
ἀπορίᾱς, ἀπορίαbeing: fem acc plἀπορίᾱς, ἀπορίαbeing: fem gen sg (attic doric ionic aeolic) -
20 απορίαι
См. также в других словарях:
ἀπορία — ἀπορίᾱ , ἀπορία being fem nom/voc/acc dual ἀπορίᾱ , ἀπορία being fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορίᾳ — ἀπορίαι , ἀπορία being fem nom/voc pl ἀπορίᾱͅ , ἀπορία being fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απορία — η 1. δύσκολη, στενόχωρη θέση: Βρισκόταν σε απορία, τι να κάνει. 2. αμφιβολία, αβεβαιότητα, άγνοια: Για να λύσει τις απορίες του, διάβαζε και ρωτούσε. 3. έκπληξη για κάτι, παραξένεμα: Έμαθα με απορία ότι αποφάσισες να πολιτευτείς. 4. έλλειψη πόρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απορία — Θεά των αρχαίων Ελλήνων, προσωποποίηση της φτώχειας. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Άνδρου, όταν o Θεμιστοκλής τους απείλησε ότι θα κατέστρεφε το νησί τους αν δεν του έδιναν χρήματα, του απάντησαν ότι λάτρευαν δύο θεότητες, την Πενία… … Dictionary of Greek
ἀπορίας — ἀπορίᾱς , ἀπορία being fem acc pl ἀπορίᾱς , ἀπορία being fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορίαι — ἀπορία being fem nom/voc pl ἀπορίᾱͅ , ἀπορία being fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορίαν — ἀπορίᾱν , ἀπορία being fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορίαιν — ἀπορία being fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορίαις — ἀπορία being fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορίη — ἀπορία being fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορίην — ἀπορία being fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)