Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἀκολουϑεῖν

  • 1 Follow

    v. trans.
    P. and V. ἕπεσθαι (dat.), συνέπεσθαι (dat.), ἐφέπεσθαι (dat.), Ar. and P. κολουθεῖν (dat.), παρακολουθεῖν (dat.), ἐπακολουθεῖν (dat.), P. συνακολουθεῖν (dat.), V. ὁμαρτεῖν (dat.), μεθέπεσθαι (dat.).
    Pursue: P. and V. διώκειν, P. καταδιώκειν, ἐπιδιώκειν.
    Heed, obey: P. and V. ἐφέπεσθαι (dat.); see Obey.
    Follow (a profession, etc.): P. and V. ἀσκεῖν, ἐπιτηδεύειν, Ar. and P. μελετᾶν.
    Follow ( a person's example): P. ἀκολουθεῖν (dat. of person) (Dem. 461).
    Follow (an argument, etc.): P. ἕπεσθαι (dat.), ἀκολουθεῖν (dat.), παρακολουθεῖν (dat.), συνακολουθεῖν (dat.).
    Follow on ( as a consequence): P. and V. ἕπεσθαι (dat.), συνέπεσθαι (dat.), P. ἀκολουθεῖν (dat.).
    Follow (absol.), come after: Ar. and P. ἐπιγίγνεσθαι.
    It follows that: P. συμβαίνει (infin.).
    Follow up ( a success), push to the utmost: P. ἐπεξέρχεσθαι (dat.) (Thuc. 4, 14).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Follow

  • 2 Attend

    v. trans.
    Accompany: P. and V. ἕπεσθαι (dat.), ἐφέπεσθαι (dat.), συνέπεσθαι (dat.), ὁμιλεῖν (dat.), Ar. and P. κολουθεῖν (dat.), παρακολουθεῖν (dat.), P. συνακολουθεῖν (dat.), V. μεθέπεσθαι (dat.), ὁμαρτεῖν (dat.).
    Escort: P. and V. προπέμπειν.
    Wait on: P. and V. διακονεῖν (dat.), πηρετεῖν (dat.), λατρεύειν (dat.), θεραπεύειν (acc.), V. προσπολεῖν (dat.).
    Attend (school, etc.): Ar. and P. φοιτᾶν (εἰς, acc.).
    Attend ( school with others): Ar. and P. συμφοιτᾶν (absol.).
    Be present at: P. and V. παρεῖναι (dat. or εἰς, acc.), Ar. and P. παραγίγνεσθαι (dat.).
    Wait for: see Await.
    Attend medically: P. and V. θεραπεύειν, V. κηδεύειν.
    Attend on, be consequent on: P. and V. ἕπεσθαι (dat.), συνέπεσθαι (dat.), P. ἀκολουθεῖν (dat.).
    Attend on ( as a servant on a child): P. and V. παιδαγωγεῖν (acc.).
    Attend to, look after: Ar. and P. ἐπιμέλεσθαι (gen.), P. ἐπιμέλειαν ποιεῖσθαι (gen.), P. and V. φροντίζειν (gen.), τημελεῖν (acc. or gen.) (Plat.), κήδεσθαι (gen.), V. ὥραν ἔχειν (gen.).
    Attend to, pay attention to: Ar. and P. προσέχειν (dat.), προσέχειν τὸν νοῦν (dat.), P. and V. νοῦν ἔχειν (πρός, acc. or dat.).
    ——————
    absol.
    Pay attention: P. and V. ἐνδέχεσθαι, Ar. and P. προσέχειν, προσέχειν τὸν νοῦν.
    Be present: P. and V. παρεῖναι, Ar. and P. παραγίγνεσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Attend

  • 3 Accompany

    v. trans.
    P. and V. ἕπεσθαι, συνέπεσθαι, ὁμιλεῖν, Ar. and P. κολουθεῖν, παρακολουθεῖν, P. συνακολουθεῖν, V. μεθέπεσθαι, ὁμαρτεῖν (all with dat.).
    On a journey: P. and V. συμπορεύεσθαι (absol. or with dat.).
    Be with: P. and V. συνεῖναι (dat.), συγγίγνεσθαι (dat.).
    In music: Ar. πᾴδειν (dat.).
    On a voyage: P. and V. συμπλεῖν (absol. or dat.).
    On an expedition: P. συστρατεύειν (absol. or dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Accompany

  • 4 Consequent

    adj.
    Ar. and P. κόλουθος, P. ἑπόμενος, συνεπόμενος.
    Be consequent on, v.; P. and V. ἕπεσθαι (dat.), συνέπεσθαι (dat.), P. ἀκολουθεῖν (dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Consequent

  • 5 Dodge

    subs.
    P. and V. στροφή, ἡ, σόφισμα, τό; see Trick.
    ——————
    v. trans.
    Follow: P. and V. ἕπεσθαι, συνέπεσθαι, V. μεθέπεσθαι, Ar. and P. κολουθεῖν, P. συνακολουθεῖν; see Follow.
    Pursue: P. and V. διώκειν; see Pursue.
    Track: P. and V. ἰχνεύειν, μετέρχεσθαι; see Track.
    Elude: P. διακρούεσθαι, ἐκκρούειν; see ward off.
    Dodge about: Ar. and P. στρέφεσθαι, στροφὰς στρέφεσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dodge

  • 6 Example

    subs.
    Example ( to follow or avoid): P. and V. παρδειγμα, τό.
    Warning: P. and V. ἐπδειξις, ἡ.
    Specimen: P. and V. δεῖγμα, τό, παρδειγμα, τό. P. ἐπίδειγμα, τό; see Specimen.
    Follow a person's example: P. ἀκολουθεῖν (dat. of pers.) (Dem. 461).
    Make an example of a person: P. παράδειγμα ποιεῖν τινά (Dem. 767), παράδειγμα καθιστάναι (τινά) (Thuc. 3, 40).
    Set an example: P. παράδειγμα διδόναι.
    For example: Ar. and P. αὐτκα.
    I must not spurn the example of my lord: V. ἐμοί τε μίμημʼ ἀνδρὸς οὐκ ἀπωστέον (Eur., H.F. 294).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Example

  • 7 Wait

    v. intrans.
    P. and V. μένειν, παραμένειν, ἐπιμένειν, ναμένειν, Ar. and P. καταμένειν, περιμένειν, P. διαμένειν, ὑπομένειν, V. μίμνειν, προσμένειν, ἀμμένειν.
    The chances of war will not wait: P. τοῦ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί (Thuc. 1, 142).
    Delay: P. and V. μέλλειν βραδνειν (Plat.), τρβειν, χρονίζειν, σχολάζειν, ἐπέχειν, ἐπίσχειν, P. διαμέλλειν, Ar. and P. διατρβειν, V. κατασχολάζειν.
    Be on the look out: P. and V. τηρεῖν, προσδοκᾶν, φρουρεῖν, φυλάσσειν, Ar. and P. ἐπιτηρεῖν, V. καραδοκεῖν (also Xen.); see Watch.
    You have kept dinner waiting an age: Ar. δειπνεῖν κατακωλύεις πάλαι (Ach. 1088).
    Serve: P. and V. διακονεῖν.
    Wait for: P. and V. μένειν (acc.), ναμένειν (acc.), προσδέχεσθαι (acc.), Ar. and P. περιμένειν (acc.), P. ὑπομένειν (acc.), V. προσμένειν (acc.) (rare P. as Thuc. 6, 44), ἀμμένειν (acc.), ἐπαμμένειν (acc.), μίμνειν (acc.), ἐκδέχεσθαι (acc.), Ar. ἐπαναμένειν (acc.).
    Watch for: P. and V. τηρεῖν (acc.), προσδοκᾶν (acc.), Ar. and P. ἐπιτηρεῖν (acc.), V. καραδοκεῖν (acc.) (also Xen.); see Watch.
    Wait on, attend on: P. and V. θεραπεύειν (acc.); see Attend, Serve.
    Follow on ( as a consequence): P. and V. ἕπεσθαι (dat.), συνέπεσθαι (dat.), P. ἀκολουθεῖν (dat.).
    Wait for: P. and V. προσδοκᾶν (acc.); see wait for.
    He will wait on events: P. προσεδρεύσει τοῖς πράγμασι (Dem. 14).
    ——————
    subs.
    See Delay.
    Lie in wait: P. and V. λοχᾶν, P. ἐλλοχᾶν, ἐνεδρεύειν.
    Lie in wait for: P. and V. φυλάσσειν (acc.), ἐφεδρεύειν (dat.) (Eur., Rhes. 768), P. ἐλλοχᾶν (acc.), ἐνεδρεύειν (acc.), V. λοχᾶν (acc.).
    With ships: P. ναυλοχεῖν (acc.).
    An ambush of armed men lay in wait for him: V. τῷ δὲ ξιφήρης ἆρʼ ὑφειστήκει λόχος (Eur., And. 1114).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wait

См. также в других словарях:

  • ἀκολουθεῖν — ἀκολουθέω follow pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀκολουθεῖν — ἀκολουθεῖν , ἀκολουθέω follow pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • наслѣдовати — НАСЛѢД|ОВАТИ (85), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. 1.Быть наследником; наследовать, получать в наследство: брать(ѧ) наслѣдують. ѹмершаго брата. (κληρоνоμοῦσι) КР 1284, 307а; Аще кто бе завѣщани˫а ѹмреть. i бу(д)ть ѥму чада. ли внучата. си да наслѣдують. МПр XIV,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Ομάριος — Ὁμάριος, ὁ (Α) προσωνυμία τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η προσωνυμία Ὁμάριος αντιστοιχεί στον αρχαιότερο τ. Ἁμάριος, επίθ. τού Διός ως προστάτη τών συνεδριάσεων τής Αχαϊκής Ομοσπονδίας, που οι αρχαίοι ταύτιζαν με τον Ὁμαγύριο Δία. Τόσο η προσωνυμία Ἁμάριος… …   Dictionary of Greek

  • εφαμαρτώ — ἐφαμαρτῶ, έω (Α) εφομαρτώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἁμαρτώ «συγκεντρώνομαι» (< αμάρτυρο επίθ. *ἅμαρτος «συγκεντρωμένος» < ἁμαρεῖν «ακολουθείν, πείθεσθαι»)] …   Dictionary of Greek

  • ομορβείν — ὁμορβεῑν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁμορβεῑν ἀκολουθεῑν, ὁδοιπορεῑν» …   Dictionary of Greek

  • υπάγω — ὑπάγω, ΝΜΑ [άγω] μεταβαίνω, πηγαίνω («ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾱ!», ΚΔ) νεοελλ. 1. κατατάσσω, ταξινομώ, βάζω κάτι σε ορισμένη κατηγορία («το α υπάγεται στα δίχρονα φωνήεντα») 2. θέτω κάποιον ή κάτι υπό την δικαιοδοσία άλλου («η υπηρεσία υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • φάλαγγα — Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε… …   Dictionary of Greek

  • Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»