-
1 Follow
v. trans.P. and V. ἕπεσθαι (dat.), συνέπεσθαι (dat.), ἐφέπεσθαι (dat.), Ar. and P. ἀκολουθεῖν (dat.), παρακολουθεῖν (dat.), ἐπακολουθεῖν (dat.), P. συνακολουθεῖν (dat.), V. ὁμαρτεῖν (dat.), μεθέπεσθαι (dat.).Pursue: P. and V. διώκειν, P. καταδιώκειν, ἐπιδιώκειν.Follow (an argument, etc.): P. ἕπεσθαι (dat.), ἀκολουθεῖν (dat.), παρακολουθεῖν (dat.), συνακολουθεῖν (dat.).It follows that: P. συμβαίνει (infin.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Follow
-
2 Attend
v. trans.Accompany: P. and V. ἕπεσθαι (dat.), ἐφέπεσθαι (dat.), συνέπεσθαι (dat.), ὁμιλεῖν (dat.), Ar. and P. ἀκολουθεῖν (dat.), παρακολουθεῖν (dat.), P. συνακολουθεῖν (dat.), V. μεθέπεσθαι (dat.), ὁμαρτεῖν (dat.).Escort: P. and V. προπέμπειν.Wait on: P. and V. διακονεῖν (dat.), ὑπηρετεῖν (dat.), λατρεύειν (dat.), θεραπεύειν (acc.), V. προσπολεῖν (dat.).Wait for: see Await.Attend medically: P. and V. θεραπεύειν, V. κηδεύειν.Attend on, be consequent on: P. and V. ἕπεσθαι (dat.), συνέπεσθαι (dat.), P. ἀκολουθεῖν (dat.).Attend to, look after: Ar. and P. ἐπιμέλεσθαι (gen.), P. ἐπιμέλειαν ποιεῖσθαι (gen.), P. and V. φροντίζειν (gen.), τημελεῖν (acc. or gen.) (Plat.), κήδεσθαι (gen.), V. ὥραν ἔχειν (gen.).Attend to, pay attention to: Ar. and P. προσέχειν (dat.), προσέχειν τὸν νοῦν (dat.), P. and V. νοῦν ἔχειν (πρός, acc. or dat.).——————absol.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Attend
-
3 Accompany
v. trans.P. and V. ἕπεσθαι, συνέπεσθαι, ὁμιλεῖν, Ar. and P. ἀκολουθεῖν, παρακολουθεῖν, P. συνακολουθεῖν, V. μεθέπεσθαι, ὁμαρτεῖν (all with dat.).On a journey: P. and V. συμπορεύεσθαι (absol. or with dat.).Be with: P. and V. συνεῖναι (dat.), συγγίγνεσθαι (dat.).In music: Ar. ὑπᾴδειν (dat.).On a voyage: P. and V. συμπλεῖν (absol. or dat.).On an expedition: P. συστρατεύειν (absol. or dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Accompany
-
4 Consequent
adj.Ar. and P. ἀκόλουθος, P. ἑπόμενος, συνεπόμενος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Consequent
-
5 Dodge
subs.——————v. trans.Follow: P. and V. ἕπεσθαι, συνέπεσθαι, V. μεθέπεσθαι, Ar. and P. ἀκολουθεῖν, P. συνακολουθεῖν; see Follow.Elude: P. διακρούεσθαι, ἐκκρούειν; see ward off.Dodge about: Ar. and P. στρέφεσθαι, στροφὰς στρέφεσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dodge
-
6 Example
subs.Warning: P. and V. ἐπίδειξις, ἡ.Follow a person's example: P. ἀκολουθεῖν (dat. of pers.) (Dem. 461).Make an example of a person: P. παράδειγμα ποιεῖν τινά (Dem. 767), παράδειγμα καθιστάναι (τινά) (Thuc. 3, 40).Set an example: P. παράδειγμα διδόναι.For example: Ar. and P. αὐτίκα.I must not spurn the example of my lord: V. ἐμοί τε μίμημʼ ἀνδρὸς οὐκ ἀπωστέον (Eur., H.F. 294).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Example
-
7 Wait
v. intrans.P. and V. μένειν, παραμένειν, ἐπιμένειν, ἀναμένειν, Ar. and P. καταμένειν, περιμένειν, P. διαμένειν, ὑπομένειν, V. μίμνειν, προσμένειν, ἀμμένειν.The chances of war will not wait: P. τοῦ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί (Thuc. 1, 142).Delay: P. and V. μέλλειν βραδύνειν (Plat.), τρίβειν, χρονίζειν, σχολάζειν, ἐπέχειν, ἐπίσχειν, P. διαμέλλειν, Ar. and P. διατρίβειν, V. κατασχολάζειν.Be on the look out: P. and V. τηρεῖν, προσδοκᾶν, φρουρεῖν, φυλάσσειν, Ar. and P. ἐπιτηρεῖν, V. καραδοκεῖν (also Xen.); see Watch.You have kept dinner waiting an age: Ar. δειπνεῖν κατακωλύεις πάλαι (Ach. 1088).Serve: P. and V. διακονεῖν.Wait for: P. and V. μένειν (acc.), ἀναμένειν (acc.), προσδέχεσθαι (acc.), Ar. and P. περιμένειν (acc.), P. ὑπομένειν (acc.), V. προσμένειν (acc.) (rare P. as Thuc. 6, 44), ἀμμένειν (acc.), ἐπαμμένειν (acc.), μίμνειν (acc.), ἐκδέχεσθαι (acc.), Ar. ἐπαναμένειν (acc.).Watch for: P. and V. τηρεῖν (acc.), προσδοκᾶν (acc.), Ar. and P. ἐπιτηρεῖν (acc.), V. καραδοκεῖν (acc.) (also Xen.); see Watch.Wait for: P. and V. προσδοκᾶν (acc.); see wait for.He will wait on events: P. προσεδρεύσει τοῖς πράγμασι (Dem. 14).——————subs.See Delay.Lie in wait: P. and V. λοχᾶν, P. ἐλλοχᾶν, ἐνεδρεύειν.Lie in wait for: P. and V. φυλάσσειν (acc.), ἐφεδρεύειν (dat.) (Eur., Rhes. 768), P. ἐλλοχᾶν (acc.), ἐνεδρεύειν (acc.), V. λοχᾶν (acc.).With ships: P. ναυλοχεῖν (acc.).An ambush of armed men lay in wait for him: V. τῷ δὲ ξιφήρης ἆρʼ ὑφειστήκει λόχος (Eur., And. 1114).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wait
См. также в других словарях:
ἀκολουθεῖν — ἀκολουθέω follow pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀκολουθεῖν — ἀκολουθεῖν , ἀκολουθέω follow pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
наслѣдовати — НАСЛѢД|ОВАТИ (85), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. 1.Быть наследником; наследовать, получать в наследство: брать(ѧ) наслѣдують. ѹмершаго брата. (κληρоνоμοῦσι) КР 1284, 307а; Аще кто бе завѣщани˫а ѹмреть. i бу(д)ть ѥму чада. ли внучата. си да наслѣдують. МПр XIV,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ομάριος — Ὁμάριος, ὁ (Α) προσωνυμία τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η προσωνυμία Ὁμάριος αντιστοιχεί στον αρχαιότερο τ. Ἁμάριος, επίθ. τού Διός ως προστάτη τών συνεδριάσεων τής Αχαϊκής Ομοσπονδίας, που οι αρχαίοι ταύτιζαν με τον Ὁμαγύριο Δία. Τόσο η προσωνυμία Ἁμάριος… … Dictionary of Greek
εφαμαρτώ — ἐφαμαρτῶ, έω (Α) εφομαρτώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἁμαρτώ «συγκεντρώνομαι» (< αμάρτυρο επίθ. *ἅμαρτος «συγκεντρωμένος» < ἁμαρεῖν «ακολουθείν, πείθεσθαι»)] … Dictionary of Greek
ομορβείν — ὁμορβεῑν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁμορβεῑν ἀκολουθεῑν, ὁδοιπορεῑν» … Dictionary of Greek
υπάγω — ὑπάγω, ΝΜΑ [άγω] μεταβαίνω, πηγαίνω («ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾱ!», ΚΔ) νεοελλ. 1. κατατάσσω, ταξινομώ, βάζω κάτι σε ορισμένη κατηγορία («το α υπάγεται στα δίχρονα φωνήεντα») 2. θέτω κάποιον ή κάτι υπό την δικαιοδοσία άλλου («η υπηρεσία υπάγεται… … Dictionary of Greek
φάλαγγα — Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε… … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… … Dictionary of Greek