-
1 ἀκμή
A point, edge: prov., ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς on the razor's edge (v. sub ξυρόν); ἀ. φασγάνου, ὅπλων, Pi.P.9.81, Plb.15.16.3 (pl.);ὀδόντων Pi.N.4.63
, etc.;λόγχης ἀκμή E.Supp. 318
;κερκίδων ἀκμαί S.Ant. 976
; ἀμφιδέξιοι ἀ. both hands, Id.OT 1243; ποδοῖν ἀ. feet, ib. 1034; ἔμπυροι ἀκμαί pointed flames, E.Ph. 1255, cf.πυρὸς ἀκμαί Epicr.6c
odd.II highest or culminating point of anything, flower, prime, zenith, esp. of man's age, ;ἐντῇδε τοῦ κάλλους ἀκμῇ Cratin.195
;σώματός τε καὶ φρονήσεως Pl.R. 461a
; ; ὀξυτάτη δρόμου ἀ. ibid.;ἀ. βίου X.Cyr.7.2.20
, etc.;ἐν ταύταις ταῖς ἀ. Isoc.7.37
; ἐν ἀκμῇ εἶναι, of corn, to be ripe, Th.4.2;ἀκμὴν ἔχειν τῆς ἄνθης Pl.Phdr. 230b
;τοσοῦτον τῆς ἀ. ὑστερῶν Isoc. Ep.6.4
; τῆς ἀ. λήγειν begin to decline, Pl.Smp. 219a:—in various relations, ἀ. ἦρος spring- prime, Pi.P.4.64; ἀ. θέρους mid-summer, X. HG5.3.19;βραχεῖα ἀ. πληρώματος Th.7.14
; ἀ. τοῦ ναυτικοῦ flower of their navy, Id.8.46;ἀ. τῆς δόξης Id.2.42
;ἡ ἀ. τῆς Σπάρτης, τῶν νέων Demad.12
; ἀ. νούσου crisis of disease, Hp.Acut.38:—generally, strength, vigour,ἐν χερὸς ἀκμᾷ Pi.O.2.63
, cf. A.Pers. 1060; ἀ. ποδῶν swiftness, Pi.I.8(7).41, cf. A.Eu. 370;φρενῶν Pi.N.3.39
; συμπεσεῖν ἀκμᾷ βαρύς cj. Id.I.4(3).51: periphr. like βία, ἀκμὴ Θησειδᾶν S.OC 1066.2 Rhet., ἀκμὴ λόγου supreme effort, culmination, climax, Hermog.Inv.4.4, Id.1.10; pl., ib.11, cf. Philostr.VS1.25.7.III of Time, like καιρός, the time, i. e. best, most futing time, freq. in Trag., ; ἔργων, λόγων, ἕδρας ἀκμή time for doing, speaking, sitting still, Id.El.22, Ph.12, Aj. 811: c. inf.,κοὐκέτ' ἦν μέλλειν ἀ. A.Pers. 407
, cf.Ag. 1353;ἀπηλλάχθαι δ' ἀ. S.El. 1338
;σοὶ.. ἀ. φιλοσοφεῖν Isoc.1.3
; ; ἐπ' ἀκμῆς εἶναι, c. inf., to be on point of doing, E.Hel. 897; εἰς ἀκμὴν ἐλθὼν φίλοις in the nick of time, E.HF 532; ἐπ' αὐτὴν ἥκει τὴν ἀκμήν it is come to the critical time, D.4.41; ἀκμὴν εἴληφεν have reached a critical moment, Isoc.Ep.1.1, cf. Plu.Sol.12, 15, 2.656f. -
2 ἀκμή
ἀκμή, ἡ (ἀκή, acies), 1) die Spitze, Schärfe; ἐπὶ ξυροῠ ἀκμῆς, sprichw., auf der Schärfe des Scheermessers, im entscheidenden Moment, Il. 10, 173 νῠν γὰρ δη πάντεσσιν ἐπὶ ξυροῠ ἵσταται ἀκμῆς ἢ μάλα λυγρὸς ὄλεϑρος Ἀχαιοῖς ἠὲ βιῶναι (ἅπαξ εἰρημ.); Ariston. Scholl. ἡ διπλῆ, ὅτι ἀντὶ τοῠ τὰ πράγματα ἡμῶν τριχὸς ἤρτηται, ὅ ἐστιν ἐν ἐσχάτῳ κινδύνῳ ἐστὶν καὶ ἐπὶ ὀξύτητος κινδύνων, μεταφορικῶς; – ἐπὶ ξ. ἀκ. ἔχεσϑαι Her. 6, 11; Theogn. 557; ἀκμη κερκίδων Soph. Ant. 964; βελέων Phil. 1036; φασγάνων Eur. Or. 1469; Pind. P. 9, 84; ἔγχεος N. 6, 54, λόγχας 10, 60; Eur. Suppl. 316; Plut. Aemil. 19; ὅπλων Pol. 15, 16, 3; τριαίνης Luc. merc. cond. 3. Von den Extremitäten des Körpers, ποδῶν ἀκμαί Soph. O. R. 1034; κεράτων Ael. H. A. 10, 10; Soph. sagt sogar ἀμφιδέξιοι ἀκμαί, die Spitzen beider Hände, O. R. 1243. Bei Eur. Bacch. 1159 sind ἔμπυροι ἀκμαί Flammenspitzen. – 2) die höchste Blüthe u. Kraft, ἥβης Soph. O. R. 741; ἰσχύος Pind. Ol. 1, 96; τῶν νέων Ar. Eccl. 720; σώματος Plat. Rep. V, 461 a; ἄνϑης Phaedr. 230 d; βίου Xen. Cyr. 7, 2, 20. Dah. οἱ ἐν ἀκμ ῇ, die im besten Jünglingsalter, Pol. 6, 37, 9; ἀνὴρ ἀνϑοῠσαν ἀκμὴν ἔχων Isocr. 5, 10; ἐν αὐταῖς ταῖς ἀκμαῖς, entgegengesetzt dem παῖδες ὄντες, 7, 57. Uebh. Kraft, χερῶν Aesch. Pers. 1017; vgl. Pind. Ol. 2, 69; δεινὰ Θησειδᾶν ἀκμή Soph. O. C. 1068; τοῦ ναυτικοῠ Thuc. 8, 46; ὀλίγη ἀκμὴ πληρώματος 7, 14, wenige kräftige Mannschaft auf den Schiffen; πρὶν τὸν σῖτον ἐν ἀκμῇ εἶναι, ehe das Getreide reif war; ἀκμ ή ϑέρους Xen. Hell. 5, 3, 19, Hochsommer; ἦρος Pind. P. 4, 64; χειμῶνος Arr. 1, 24, 8. – 3) Die rechte, angemessene Zeit, Plat. Def. 414 a καιρὸς χρόνου ἀκμη πρὸς τὸ συμφέρον; ἢν δ' ὑστερίζῃ τῆς τεταγμένης ἀκμῆς Alex. Ath. IX, 379 c (v. 10); ἀκμή σοι φιλοσοφεῖν Isocr. 1, 3; καιρῶν ἀκμῆς τυχεῖν, den rechten Augenblick treffen, 2, 33; παριέναι, διαφϑείρειν Plat. Rep. V, 460 a; Plut. Nic. 14; mit dem inf. Aesch. Pers. 399 Ag. 1326; Soph. El. 1330; ἀκμή ἔργων, rechte Zeit zum Handeln, El. 22; ἕδρας, zum Sitzen, Ai. 798; λόγων Phil. 12; vgl. Ar. Plut. 255; Plut. oft, z. B. πράξεων Nic. 14; εἰς ἀκμὴν ἐλϑεῖν. zur rechten Zeit kommen, Eur. Herc. Fur. 526; πρὸς γάμων ἥκειν ἀκμάς, zu dem Punkte kommen, wo man heirathen soll, Soph. O. R. 1492; νῠν ἐπ' αὐτὴν ἥκει τὴν ἀκμήν, zum entscheidenden Augenblick, Dem. 4, 41. – 4) der höchste Grad einer Sache, δόξης Thuc. 2, 42; vgl. 7, 14. 8, 46; ὀξυτάτη δρόμου ἀκμή Plat. Rep. V, 460 c; μάχης Plut. Caes. 6; Pind. P. 1, 11 ἐγχέων, Speerkampf; πάϑους Luc. Abdic. 16.
-
3 ακμη
дор. ἀκμά ἥ1) край, кончик, острие(ὀδόντων Pind.; κερκίδων Soph.; λόγχης Eur.)
ἀμφιδεξίοις ἀκμαῖς Soph. — обеими руками;ποδοῖν ἀκμαί Soph. — ступни;ἔμπυροι ἀκμαί Eur. — огненные языки;ἐπὴ ξυροῦ ἀκμῆς погов. Hom., Her. — на острие бритвы, т.е. в критическом положении2) высшая точка, высшая степень, расцвет, зрелость(ἤβης Soph.; βίου Xen.)
ἐν ἀκμῇ Plat., Thuc. и ἐν ταῖς ἀκμαῖς Isocr. — в цвету, в расцвете3) разгар(θέρους Xen.)
χειμῶνος αἱ περὴ τροπὰς ἀκμαί Plut. — зимний солнцеворот;τῆς μάχης ἀκμέν ὁξεῖαν ἐχούσης Plut. — в самый разгар сражения4) цвет, лучшая часть(τοῦ ναυτικοῦ Thuc.)
5) сила, мощь(χερῶν Aesch.; ποδῶν Pind.)
ἥ τῶν ὀμμάτων ἀ. Plat. — острота зрения6) лучшая пора, наиболее подходящее времяἥκεις εἰς ἀκμέν ἐλθών Eur. — ты пришел кстати;
γάμων ἀκμαί Soph. — брачный возраст;ἀ. γὰρ οὐ μακρῶν λόγων Soph. — не время долго говорить; -
4 ἥβη
A youthful prime, youth,νεηνίῃ ἀνδρὶ ἐοικώς, πρῶτον ὑπηνήτῃ, τοῦ περ χαριέστατος ἥβη Od.10.279
, cf. Il.24.348; , cf. Hes.Th. 988;ἐρικυδής Il.11.225
, Hes.l.c.;πολυήρατος Od.15.366
, etc.; ἥβης μέτρον ἱκέσθαι or ἱκάνειν, = ἡβάσκειν, 11.317, 18.217, etc.;ἥβην πολυήρατον ἱκόμεθ' 15.366
, cf. Il.24.728; ἥβης ἀπόνασθαι, ταρπῆναι, 17.25, Od.23.212; ; θρέψασθαί τινα πρὸς ἥβην until manhood, Pl.Mx. 238b;μέχρι ἥβης Th.2.46
.b strength and vigour of youth, [δίσκον] ἀφῆκεν.. πειρώμενος ἥβης Il.23.432
;ἥβῃ τε πεποίθεα χερσί τ' ἐμῇσι Od.8.181
, cf. 16.174; : in pl., (lyr.).c as a legal term, ἥβη was the time before manhood, at Athens sixteen years of age, AB255.15; fourteen acc. to EM359.17, Harp. s.v. ἐπιδιετές; at Sparta eighteen, τὰ δέκα ἀφ' ἥβης (sc. ἔτη), i.e. men of twentyeight, X.HG2.4.32, 3.4.23; τὰ τετταράκοντα ἀφ' ἥ. ib.6.4.17; of women,ἐπεὶ δ' ἐς ἥβην ἦλθεν ὡραίαν γάμων E.Hel.12
.d of oxen,ἥβης μέτρον ἔχοντε Hes. Op. 438
; of the fresh skin of a snake, Nic.Th. 138.2 metaph., cheer, merriment, Pi.P.4.295;δαιτὸς ἥβη E.Cyc. 504
(lyr.); also, youthful fire, spirit, Pi.P.6.48. -
5 ἄνθος
ἄνθος (A), ους, τό. gen. pl. ἀνθέων, freq. used for ἀνθῶν, S.El. 896, Hermipp.5,6, Eub.105, Aristag.3; butAἀνθῶν Pherecr.46
, Pl.Criti. 115a, X.Cyn.5.5:—blossom, flower,πέτονται ἐπ' ἄνθεσιν εἰαρινοῖσιν Il.2.89
;ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας Od.6.231
;βρύει ἄνθεϊ λευκῷ Il.17.56
;τέρεν' ἄνθεα ποίης Od.9.449
;ἐπ' ἄνθεσιν ἵζειν Ar.Eq. 403
;δένδρα καὶ ἄνθη καὶ καρπούς Pl.Phd. 110d
;ἡ κατ' ἄνθη δίαιτα Id.Smp. 196a
; ἄνθεα τεθρίππων the chaplets of flowers which graced them, Pi.O.2.50, cf.7.80; [Δάφνιν] φέρβον μαλακοῖς ἄνθεσσι μέλισσαι, i.e. with honey, Theoc.7.81.2 generally, anything thrown out upon the surface, eruption, ; cf. ἐξανθέω. froth or scum,ἄ. οἴνου Gal.11.628
, Gp.6.3.9,7.15.6; ἄνθη χαλκοῦ, = χάλκανθος, Nic.Th. 257; ἄ. χαλκοῦ, v. χαλκός; ἄ. χρυσοῦ, = ἀδάμας, Poll.7.99.3 in pl., embroidered flowers on garments, Hermipp.5,6, Pl.R. 557c, Cypr. Fr.4.II metaph., bloom, flower of life,ἥβης ἄ. Il.13.484
, Pi.P. 4.158, A.Supp. 663;ἥβης ἄνθεσι Sol.25
;κουρήιον ἄ. h.Cer. 108
;ὥρας ἄ. X.Smp.8.14
;παῖς καλὸν ἄ. ἔχων Thgn.994
; χροιᾶς ἀμείψεις ἄ. the bloom of complexion, A.Pr.23; τὸ τοῦ σώματος ἄ. its youthful bloom, Pl.Smp. 183e;ὅταν [τὰ πρόσωπα] τὸ ἄ. προλίπῃ Id.R. 601b
; also, the flower of an army and the like ,ἄ. Ἄργους A.Ag. 197
;ἄ. Περσίδος αἴας Id.Pers.59
, cf. 252, 925, E.HF 876 (lyr.);ὅ τι ἦν αὐτῶν ἄ. ἀπολώλει Th.4.133
; ἄνθεα ὕμνων νεωτέρων the choice flowers of new songs, Pi.O.9.48; τὸ σὸν.. ἄ, παντέχνου πυρὸς σέλας thy pride or honour, A.Pr.7; τὰ ἄνθη flowers or choice passages, elegant extracts, APl.4.274, Cic.Att.16.11.1.2 like ἀκμή, the bloom, i.e. height of anything, bad as well as good,δηξίθυμον ἔρωτος ἄ. A.Ag. 743
;ἀκήλητον μανίας ἄ. S.Tr. 999
;ἀ. τοῦ νοῦ Procl.in Alc.p.248C.
, Dam.Pr. 70;τῆς οὐσίας Procl. in Ti.1.412D.
; τῆς ψυχῆς ib.472D.III brightness, brilliancy, as of gold, Thgn.452;χαλκήϊον ἄ. Orph.Fr. 174
; of dyes, lustre, PHolm.17.37; freq. of purple, in sg., Pl. R. 429d, Arist.HA 547a7, J.AJ3.6.1;ἁλὸς ἄνθεα AP6.206
(Antip. Sid.); of bright colours generally,περιβόλαια παντὸς ἄνθους D.H.7.72
; ἄ. θαλάσσιον seaweed dye, Ps.-Democr.Alch.p.42B.IV ἄ. πεδινόν, = ἀνθεμίς, Ps.-Dsc.3.136.------------------------------------ἄνθος (B), ὁ, a kind of
См. также в других словарях:
ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… … Dictionary of Greek
ηβώ — (Α ἡβῶ, άω, κρητ. τ. ἡβίω, αιολ. τ. ἀβάω) [ήβη] 1. φθάνω στην ήβη, στην εφηβική ηλικία («ὅταν ἡβήσαι τε καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο», Ησίοδ.) 2. βρίσκομαι στην ακμή τής ηλικίας («ἀνὴρ οὐδὲ μάλ ἡβῶν» άνδρας που δεν έχει φθάσει ακόμη στην ακμή τής… … Dictionary of Greek
παρηβώ — άω / παρηβῶ, άω, ΝΑ [πάρηβος] περνώ την ακμή τής ηλικίας μου και αρχίζω να γερνώ αρχ. 1. βρίσκομαι στην ακμή τής ήβης 2. μτφ. α) (για τον χρόνο) παρέρχομαι, περνώ β) (για το κρασί) χάνω την δύναμή μου, εξασθενώ, ξεθυμαίνω … Dictionary of Greek
ενηβώ — ἐνηβῶ, άω (Α) [ένηβος] 1. περνώ την περίοδο τής ήβης, τής νεότητας, περνώ τα νιάτα μου 2. διασκεδάζω, ευθυμώ («ἐνηβήσας τῇ κατὰ χειμῶνα οἰκουρίᾳ», Λόγγος) 3. (για φυτά) ακμάζω, θάλλω, αυξάνομαι 4. (αμτβ.) βρίσκομαι στην ακμή τής νιότης … Dictionary of Greek
πρωθήβης — ὁ, ΜΑ, και τ. θηλ. πρωθήβη και πρωθῆβις, ήβεως, Α αυτός που βρίσκεται στην πρώτη ακμή τής ήβης, που διανύει την αρχή τής εφηβικής ηλικίας, ο νεαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ἥβη] … Dictionary of Greek