Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πολυήρατος

См. также в других словарях:

  • πολυήρατος — much loved masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυήρατος — ον, Α 1. πολύ ερατός, πολύ αγαπητός («δῶρον... τοῦτο δίδωμι, μνῆμ Ἑλένης χειρῶν, πολυήρατον ἐς γάμον ὥρην», Ομ. Οδ.) 2. αξιέραστος, αξιαγάπητος («πολυήρατος ἤβη», Ύμν. Αφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἐρατός (< ἔραμαι), με έκταση τού ε σε η κατά… …   Dictionary of Greek

  • πολυήρατον — πολυήρατος much loved masc/fem acc sg πολυήρατος much loved neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυηράτοις — πολυήρατος much loved masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυηράτοισιν — πολυήρατος much loved masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυηράτου — πολυήρατος much loved masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυηράτῳ — πολυήρατος much loved masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυήρατα — πολυήρατος much loved neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυήρατε — πολυήρατος much loved masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CARCHEDON — I. CARCHEDON Graecis dicitur Carthago, unde Poenulus Plautina Comoedia Carchedonius dicitur. Dionys. v. 195. Τοῖς δ᾿ ἐπὶ Καρχηδὼν πολυήρατος ἀμπέχει ὅρμον, Καρχηδὼν, Λιβύων μὲν, ἀτὰρ πρότερον Φοινίκων, Καρχηδὼν, ἣν μῦθος ὑπαὶ βοῒ μετρηθῆναι. Vide …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»