-
1 ακμη
дор. ἀκμά ἥ1) край, кончик, острие(ὀδόντων Pind.; κερκίδων Soph.; λόγχης Eur.)
ἀμφιδεξίοις ἀκμαῖς Soph. — обеими руками;ποδοῖν ἀκμαί Soph. — ступни;ἔμπυροι ἀκμαί Eur. — огненные языки;ἐπὴ ξυροῦ ἀκμῆς погов. Hom., Her. — на острие бритвы, т.е. в критическом положении2) высшая точка, высшая степень, расцвет, зрелость(ἤβης Soph.; βίου Xen.)
ἐν ἀκμῇ Plat., Thuc. и ἐν ταῖς ἀκμαῖς Isocr. — в цвету, в расцвете3) разгар(θέρους Xen.)
χειμῶνος αἱ περὴ τροπὰς ἀκμαί Plut. — зимний солнцеворот;τῆς μάχης ἀκμέν ὁξεῖαν ἐχούσης Plut. — в самый разгар сражения4) цвет, лучшая часть(τοῦ ναυτικοῦ Thuc.)
5) сила, мощь(χερῶν Aesch.; ποδῶν Pind.)
ἥ τῶν ὀμμάτων ἀ. Plat. — острота зрения6) лучшая пора, наиболее подходящее времяἥκεις εἰς ἀκμέν ἐλθών Eur. — ты пришел кстати;
γάμων ἀκμαί Soph. — брачный возраст;ἀ. γὰρ οὐ μακρῶν λόγων Soph. — не время долго говорить;
См. также в других словарях:
ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… … Dictionary of Greek
ηβώ — (Α ἡβῶ, άω, κρητ. τ. ἡβίω, αιολ. τ. ἀβάω) [ήβη] 1. φθάνω στην ήβη, στην εφηβική ηλικία («ὅταν ἡβήσαι τε καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο», Ησίοδ.) 2. βρίσκομαι στην ακμή τής ηλικίας («ἀνὴρ οὐδὲ μάλ ἡβῶν» άνδρας που δεν έχει φθάσει ακόμη στην ακμή τής… … Dictionary of Greek
παρηβώ — άω / παρηβῶ, άω, ΝΑ [πάρηβος] περνώ την ακμή τής ηλικίας μου και αρχίζω να γερνώ αρχ. 1. βρίσκομαι στην ακμή τής ήβης 2. μτφ. α) (για τον χρόνο) παρέρχομαι, περνώ β) (για το κρασί) χάνω την δύναμή μου, εξασθενώ, ξεθυμαίνω … Dictionary of Greek
ενηβώ — ἐνηβῶ, άω (Α) [ένηβος] 1. περνώ την περίοδο τής ήβης, τής νεότητας, περνώ τα νιάτα μου 2. διασκεδάζω, ευθυμώ («ἐνηβήσας τῇ κατὰ χειμῶνα οἰκουρίᾳ», Λόγγος) 3. (για φυτά) ακμάζω, θάλλω, αυξάνομαι 4. (αμτβ.) βρίσκομαι στην ακμή τής νιότης … Dictionary of Greek
πρωθήβης — ὁ, ΜΑ, και τ. θηλ. πρωθήβη και πρωθῆβις, ήβεως, Α αυτός που βρίσκεται στην πρώτη ακμή τής ήβης, που διανύει την αρχή τής εφηβικής ηλικίας, ο νεαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ἥβη] … Dictionary of Greek