Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀθανάτοισι

См. также в других словарях:

  • ἀθανάτοισι — ἀθάνατος undying masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀθάνατος undying masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθανάτοισ' — ἀθανάτοισι , ἀθάνατος undying masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀθανάτοισι , ἀθάνατος undying masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Okeanos — auf einem Mosaik der Basilika im Stadtzentrum Petras, spätes 5. Jahrhundert n. Chr. Okeanos (griechisch Ὠκεανός, latinisiert Oceanus) ist eine Gottheit der griechischen Mythologie …   Deutsch Wikipedia

  • CUPIDO — Amoris Deus, quem Hesiodus natum vult ex Chao et Terra, Simonides ex Marte et Venere, Arcesilaus ex nocte et Aethere, Alcaeus ex Lite et Zephyro, Sappho ex Venere et Caelo, Seneca ex Venete et Vulcano. Quidam ex sola Venere prognatum tradunt,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ZEUXIS — Heracleotes, pictor suâ aetate, nempe Olympiad. 78. maximus. qui, teste Plin. l. 35. c. 9. tantas opes acquisivit, ut in ostentatione earum Olympiae, aureis literis in palliorum tesseris intextum nomen suum ostentârit. Potea donare opera sua.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… …   Dictionary of Greek

  • έρδω — ἔρδω (Α) 1. ενεργώ, εκτελώ (α. ἔρξον, ὅπως ἐθέλεις, Ομ. Ιλ. β. «ἔρδειν ἔργα βίαια», Ομ. Οδ.) 2. θυσιάζω (α. «κατά βωμοὺς ἔρδομεν ἀθανάτοισι τεληέσσας ἐκατόμβας», Ομ. Ιλ. β. «οὐδ’ ἔρδειν μακάρων ίεροῑς ἐπὶ βωμοῑς», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < (F)έρδω… …   Dictionary of Greek

  • εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… …   Dictionary of Greek

  • μαργαίνω — (Α) [μάργος] (μόνον στον ενεστ.) μαίνομαι εναντίον κάποιου, συμπεριφέρομαι με μανία, ορμώ ασυγκράτητα («μαργαίνειν ἀνέηκεν ἐπ ἀθανάτοισι θεοῑσι», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • μεθανδάνω — (Α) (μόνο στον επικ. αόρ. μετεύαδε) έχω την εύνοια κάποιου («μετεύαδεν άθανάτοισι», Κόιντ. Σμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἁνδάνω «είμαι αρεστός»] …   Dictionary of Greek

  • μετάγγελος — μετάγγελος, ό, ἡ (Α) αυτός που μεταβιβάζει ειδήσεις, αγγελίες, διάγγελος, αγγελιαφόρος («Ἶριν θ , ἥ τε θεοῑσι μετάγγελος ἀθανάτοισι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἄγγελος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»