Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀθέσφατος

См. также в других словарях:

  • ἀθέσφατος — beyond even a god s power to express masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθέσφατος — ον [θέσφατος] 1. (για πράγματα και καταστάσεις) ο τόσο εκπληκτικός, που ούτε θεός μπορεί να τόν περιγράψει, ανείπωτος, απερίγραπτος 2. (για ποσότητες ή διαστάσεις) πολύς, άφθονος, πελώριος …   Dictionary of Greek

  • ἀθέσφατον — ἀθέσφατος beyond even a god s power to express masc/fem acc sg ἀθέσφατος beyond even a god s power to express neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθεσφάτων — ἀθέσφατος beyond even a god s power to express masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθεσφάτῳ — ἀθέσφατος beyond even a god s power to express masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθέσφατα — ἀθέσφατος beyond even a god s power to express neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθέσφατοι — ἀθέσφατος beyond even a god s power to express masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέσφατος — η, ο (Α θέσφατος, ον) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά θέσφατα οι θείες εντολές ή προφητείες, οι χρησμοί αρχ. 1. αυτός που έχει εξαγγελθεί, που έχει λεχθεί από τον θεό, μοιραίος 2. ο σταλμένος από τον θεό, ο θείος 3. φρ. «θέσφατόν ἐστι» είναι ορισμένο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»