Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀεσίφρων

См. также в других словарях:

  • αεσίφρων — ἀεσίφρων ( ονος), ον (Α) (αντί τού ορθότ. ἀασίφρων) φρενοβλαβής, μωρός, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεσί (< ἀάω «βλάπτω») + φρων (φρένες) «ο βλαμμένος στο μυαλό, φρενοβλαβής» (πρβλ. βλαψί φρων, τερψίμ βροτος, μεμψί μοιρος κ. τ. ό, με ρηματικό α… …   Dictionary of Greek

  • ἀεσίφρων — damaged in mind masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεσίφρονα — ἀεσίφρων damaged in mind neut nom/voc/acc pl ἀεσίφρων damaged in mind masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεσίφρονι — ἀεσίφρων damaged in mind dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αάω — ἀάω και συνηρ. ἄω (Α) 1. βλάπτω (τον νου), παραπλανώ, εξαπατώ, ξεμυαλίζω 2. μέσ. είμαι ανόητος, ενεργώ απερίσκεπτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀFάω, άγνωστ. ετυμ. ΠΑΡ. ἄτη. ΣΥΝΘ. ἀεσίφρων, ἄνατος] …   Dictionary of Greek

  • αεσιφροσύνη — ἀεσιφροσύνη, η (Α) [ἀεσίφρων] (μαρτυρείται στον πληθ.) αφροσύνη, ανοησία …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»