Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀεκαζόμενος

См. также в других словарях:

  • αεκαζόμενος — ἀεκαζόμενος, η, ον (Α) μετοχικός τ. τού ἀέκων, κατά το αναγκαζόμενος (βλ. συνηρ. άκων) …   Dictionary of Greek

  • ἀεκαζόμενος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεκαζομένη — ἀεκαζόμενος fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεκαζομένην — ἀεκαζόμενος fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεκαζομένους — ἀεκαζόμενος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεκαζομένῃ — ἀεκαζόμενος fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεκαζόμενοι — ἀεκαζόμενος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αέκων — ἀέκων, ούσα, ον (Α) επικός και ιωνικός τύπος αντί άκων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἑκών. ΠΑΡ. αρχ. ἀέκητι, ἀεκαζόμενος] …   Dictionary of Greek

  • u̯ek̂- —     u̯ek̂     English meaning: to wish     Deutsche Übersetzung: “wollen, wũnschen”     Material: O.Ind. vás mi, váṣṭi, us mási, Av. vasǝmī, usǝ̄ mahī “wollen, wish”, participle O.Ind. usánt , f. usatī “willing”, Av. an usant , usaitī… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»