Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἑκουσιότης

См. также в других словарях:

  • εκουσιότης — ἑκουσιότης, η (AM) η ιδιότητα τού εκούσιου, ελεύθερη γνώμη …   Dictionary of Greek

  • ἑκουσιότης — willingness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκουσιότητι — ἑκουσιότης willingness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκουσιότητος — ἑκουσιότης willingness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»