-
1 αεκαζομένην
-
2 ἀεκαζομένην
-
3 ἀ-εκάζομαι
ἀ-εκάζομαι, nur part., = ἀέκων, Hom. viermal, καὶ τὰ φέρει ἀεκαζόμενος Od. 18, 135, οἵ μ' ἀεκαζομένην μνῶνται 19, 133, πόλλ' ἀεκαζομένους 13, 277, πόλλ' ἀεκαζομένη Iliad. 6, 458; – hymn. Cerer. 30.
См. также в других словарях:
ἀεκαζομένην — ἀεκαζόμενος fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)