-
61 περιπλοκάδην
A = περιπλέγδην, AP5.251 (Paul. Sil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπλοκάδην
-
62 περιστολάδην
περιστολ-άδην, Adv.A surrounding, Nic.Al. 475 codd. ; prob. - σταλάδην, by drops, cf. Sch.ad loc., and [full] περισταλαδόν· περισταζόμενον, περιρρεόμενον τῷ χόλῳ, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστολάδην
-
63 περιστροφάδην
A = περιφοράδην, π. ὁδοιπορέειν ὡς βόες Hp. Mochl.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστροφάδην
-
64 περιτροπάδην
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιτροπάδην
-
65 περιφοράδην
A trailing round, of the peculiar movement of the hind feet of oxen walking, Hp.Art.52, cf. Gal.18(1).586.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιφοράδην
-
66 πόντιος
A of the sea, epith. of Poseidon, h.Hom.22.3, S.OC 1072 (lyr.), etc.; (lyr.); π. Θέτις, Νηρηΐδες, Pi.N.3.35, p.11.2; π. δάκη sea monsters, A.Pr. 582 (lyr.);π. βόσκημα Id.Fr. 275
; π. ὕδωρ, πέλαγος, Pi.O.2.64, 7.56; κύματα, θύελλα, A.Pr.89, S.OC 1659, etc.; ᾅδην π. πεφευγότες, i.e. death by drowning, A.Ag. 667.b π. ῥάκη, of sponges or fragments of such, Trag.Adesp.258.3 in the sea, of islands, Pi.N.8.18; esp. of those far out to sea, opp. πρόσγειοι, Arist.Mete. 368b33, cf. Thphr.HP4.6.2,8.6.6; of ships, (lyr.); (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πόντιος
-
67 προτροπάδην
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προτροπάδην
-
68 σποράδην
A scatteredly, here and there,σ. ἀπώλλυντο Th.2.4
(v.l. for σποράδες) ; οἰκεῖν, i.e. not in communities, Pl.Prt. 322b, Isoc.4.39; τὰ λεγόμενα ς. Arist.Pol. 1259a4; σ. τὸ πρὶν ἀειδόμενος, of Homer before Peisistratus, AP11.442;σ. ἀναγέγραπται Plu.2.629e
; οἱ ς., opp. οἱ ἐλλόγιμοι Πυθαγορικοί, D.L. 8.91.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σποράδην
-
69 ἀδαῖος
-
70 ἀδενοειδής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδενοειδής
-
71 ἀδέω
A to be sated with, c. dat., only in [tense] aor. and [tense] pf., μὴ ξεῖνος.. δείπνψ ἁδήσειε lest he should be sated with the repast, feel loathing at it, Od.1.134 (v.l. ἀηδήσειε) καμάτῳ ἁδηκότεσἠδὲκαὶ ὕπνῳ sated with toil and sleep, Il.10.98, cf. 312, 399, 471, Od.12.281; cf. ἅδην. -
72 ἀδηφάγος
A gluttonous, greedy,ἀνήρ Theoc.22.115
;τὴν ἀ. νόσον S. Ph. 313
; ἀ. λύχνος, of a lamp that burns much oil, Alc.Com.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδηφάγος
-
73 ἀμβολάδην
A bubbling up,ὡς δὲ λέβης ζεῖ ἔνδον.. πάντοθεν ἀ. Il.21.364
, cf. Hdt.4.181: metaph., by jets, i.e. capriciously, AP10.70 (Maced.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμβολάδην
-
74 ἀμφάδην
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφάδην
-
75 ἀναβολάδην
ἀναβολ-άδην, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναβολάδην
-
76 ἀποτροπάδην
A turned away, Opp.H.3.612.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποτροπάδην
-
77 ἄδαν
-
78 ἅδος
------------------------------------ἅδος (B), ὁ, -
79 ἐμβολάδην
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμβολάδην
-
80 ἐμπελάδην
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπελάδην
См. также в других словарях:
άδην — ἅδην και ἄδην επίρρ. (Α) 1. μέχρι κορεσμού, μέχρι αηδίας 2. ασταμάτητα, ατελείωτα 3. ἅλις* 4. φρ. «ἅδην έχω τινός», είμαι χορτασμένος, «μπουχτισμένος» από κάτι, τό έχω βαρεθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἅδην ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sᾱ / sə «κόρος, κορεννύω,… … Dictionary of Greek
.άδην — ἅδην , ἅδην to one s fill indeclform (adverb) ἅδην , ἅδος satiety neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδήν — ἀδήν ( ένος), ο, η (Α) βλ. αδένας … Dictionary of Greek
ἄδην — ἅδην to one s fill indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅδην — to one s fill indeclform (adverb) ἅδος satiety neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾄδην — ἀείδω il.Parv.. pres inf act (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾅδην — ᾅδης ao masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδδην — ἅδην to one s fill indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδένας — ο (Α ἀδὴν –ένος, η και ο) επιθηλιακό όργανο του οργανισμού, στο οποίο καταλήγουν αγγεία που εκκρίνουν υγρό κατάλληλο για τη λειτουργία του (κν. γλυκάδι, ελιά, γαργαλήθρα). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀδήν, αρχικά θηλ. γένους (η ἀδήν), ανάγεται σε ΙΕ ρίζα*… … Dictionary of Greek
ζυγάδην — (Α) επίρρ. κατά ζεύγη, ζευγαρωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + κατάλ. άδην, πρβλ. δρομ άδην, τροχ άδην] … Dictionary of Greek
κρυφάδην — και κρυφάδις και βοιωτ. τ. κρουφάδαν (Α) επίρρ. κρυφά, μυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύφα + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. νομ άδην, τροχ άδην)] … Dictionary of Greek