-
1 αδην
I.II.тж. ἄδ(δ)ην adv. вдоволь, вволю, досыта(ἔδμεναι Hom.; ἐμπιμπλάμενοι σίτων Plat.)
ἅ. ἐλάσαι πολέμοιό τινα Hom. — измучить кого-л. битвой;ὡς ἅ. εἶχον κτείνοντες Her. — когда они вволю натешились резней;ἐπειδέ τῶν τοιούτων ἅ. Plat. — когда мы вдоволь наговорились об этом;ἅ. ἔχουσιν ἡμῖν οἱ λόγοι Plat. — довольно с нас слов;ἐπεὴ τούτων ἅ. εἶχε Plut. — когда ему это надоело -
2 αδήν
-
3 αδης
1) Гадес, Аид (сын Кроноса и Реи, брат Зевса и Посидона, властитель подземного царства); его эпитеты у Hom.καταχθόνιος «подземный», ἀναξ ἐνέρων и ἐνέροισιν ἀνάσσων «властелин обитателей подземного царства», πελώριος «чудовищный», στυγερός «страшный», πυλάρτης «хранитель (подземных) врат», κρατερὁς и ἴφθιμος «могущественный», κλυτόπωλος «обладатель замечательных коней», κυανοχαίτης «темногривый»;
2) царство Аида, подземное царство Hom., Pind., Luc.3) ад NT.4) кончина, смерть Pind.ᾅδης πόντιος Aesch. — смерть в море;
ταχὺς ᾅδης Eur. — скорая смерть5) могила Pind.τειχίζειν ᾅδην Anth. — устраивать могилу
-
4 γυμναζω
1) med. ( для гимнастических упражнений) обнажаться, раздеваться2) упражнять, развивать, тренировать(ἑαυτὸν καὴ τοὺς ἵππους Xen.; τὸ σῶμα καὴ τέν ψυχήν Isocr.)
3) med. упражняться(ἐν ταῖς παλαίστραις Plat.)
ναῦς γυμναζόμεναι Xen. — учебные маневры флота;γεγυμνάσθαι πρός τι Plat., Arst., ἔν τινι Plat., Arst., Plut., Diog.L., περι τι Xen., Arst. и τινί NT. — приучиться или быть приученным к чему-л.;γυμνάσασθαι τέν τέχνην Plat. — овладеть мастерством4) изнурять, мучить Eur.ἄδην με πλάναι γεγυμνάκασιν Aesch. — достаточно измучили меня скитания;
ὑπερμήκεις δρόμους γυμνάζεσθαι Aesch. — устать от бесконечных странствий -
5 δακρυγόνος
ος, ο[ν]1) анат. слёзный; выделяющий слёзы;δακρυγόνος αδήν — слёзная железа;
2) слезоточивый;δακρυγόνα αέρια — слезоточивые газы
-
6 θυρεοειδής
ης, ες:θυρεοειδής αδήν анат. — щитовидная железа
-
7 σιαλογόνος
ος, ο[ν] анат. слюнный;σιαλογόνος αδήν — слюнная железа
См. также в других словарях:
άδην — ἅδην και ἄδην επίρρ. (Α) 1. μέχρι κορεσμού, μέχρι αηδίας 2. ασταμάτητα, ατελείωτα 3. ἅλις* 4. φρ. «ἅδην έχω τινός», είμαι χορτασμένος, «μπουχτισμένος» από κάτι, τό έχω βαρεθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἅδην ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sᾱ / sə «κόρος, κορεννύω,… … Dictionary of Greek
.άδην — ἅδην , ἅδην to one s fill indeclform (adverb) ἅδην , ἅδος satiety neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδήν — ἀδήν ( ένος), ο, η (Α) βλ. αδένας … Dictionary of Greek
ἄδην — ἅδην to one s fill indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅδην — to one s fill indeclform (adverb) ἅδος satiety neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾄδην — ἀείδω il.Parv.. pres inf act (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾅδην — ᾅδης ao masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδδην — ἅδην to one s fill indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδένας — ο (Α ἀδὴν –ένος, η και ο) επιθηλιακό όργανο του οργανισμού, στο οποίο καταλήγουν αγγεία που εκκρίνουν υγρό κατάλληλο για τη λειτουργία του (κν. γλυκάδι, ελιά, γαργαλήθρα). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀδήν, αρχικά θηλ. γένους (η ἀδήν), ανάγεται σε ΙΕ ρίζα*… … Dictionary of Greek
ζυγάδην — (Α) επίρρ. κατά ζεύγη, ζευγαρωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + κατάλ. άδην, πρβλ. δρομ άδην, τροχ άδην] … Dictionary of Greek
κρυφάδην — και κρυφάδις και βοιωτ. τ. κρουφάδαν (Α) επίρρ. κρυφά, μυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύφα + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. νομ άδην, τροχ άδην)] … Dictionary of Greek