-
1 ἄδος
-
2 άδος
-
3 ἅδος
-
4 ἅδος
------------------------------------ἅδος (B), ὁ, -
5 αδος
-
6 ἄδος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄδος
-
7 ἅδος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἅδος
-
8 ἆδος
-
9 ἇδος
-
10 ἄδος
ἄδος, Sättigung, Überdruss; Beschluss -
11 ἄφ-αδος
ἄφ-αδος, verhaßt, verfeindet, E. M. 174, 52.
-
12 ἀμνάς,-άδος
-
13 ἀναδενδράς,-άδος
ἡ N 3 0-0-1-1-0=2 Ez 17,6; Ps 79(80),11 -
14 δορκάς,-άδος
ἡ N 3 4-4-0-5-1=14 Dt 12,15.22; 14,5; 15,22; 2 Sm 2,18deer, gazelle -
15 ἑβδομάς,-άδος
+ ἡ N 3 9-1-0-13-9=32 Ex 34,22; Lv 23,15.16; 25,8; Nm 28,26the number seven 4 Mc 14,8; period of seven days, week Ex 34,22; sabbath 4 Mc 2,8; period of seven years, year-week Dn 9,24 -
16 εἰκάς,-άδος
ἡ N 3 5-1-7-4-11=28 Gn 7,11; 8,4.14; Ex 12,18; Nm 10,11the twentieth day of the month Nm 10,11ἑβδόμῃ καὶ εἰκάδι on the twenty-seventh day Gn 7,11 -
17 ἑκατοντάς,-άδος
ἡ N 3 0-3-0-0-0=3 1 Sm 29,2; 2 Sm 18,4; 1 Chr 28,1 -
18 ἰκμάς,-άδος
+ ἡ N 3 0-0-1-1-0=2 Jer 17,8; Jb 26,14moisture, moist place Jer 17,8ἐπὶ ἰκμάδα λόγου at the least (at a drop) of his words Jb 26,14 -
19 κοιλάς,-άδος
ἡ N 3 6-36-8-5-0=55 Gn 14,8.10.17; 37,14; Lv 14,37hollow, indentation (in a wall) Lv 14,37; (deep) valley Gn 14,8Κοιλὰς εὐλογίας Valley of blessing 2 Chr 20,26 -
20 λαμπάς,-άδος
См. также в других словарях:
ἅδος — satiety neut nom/voc/acc sg ἅδος satiety masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδος — (I) ἅδος ( εος), ο ή το (Α) [ἅδην] κορεσμός, αηδία, μπούχτισμα. (II) ἄδος, το (Α) ψήφισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁδεῖν, ἁνδάνω] … Dictionary of Greek
-άδος — κατάληξη πολλών τοπωνυμίων: Βροντάδος, Μανταμάδος, Μαχαιράδος, Παπάδος κ.λπ. από τη γεν. πληθ. Βροντάδων, Μαχαιράδων, Παπάδων κ.ά. κυρίων ονομάτων κτητορικών (βλ. άδο) … Dictionary of Greek
σποράς — άδος, η, ΝΑ, και σποράς, άδος, ὁ, Α (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Σποράδες ονομασία διαφόρων διάσπαρτων νησιών μας τα οποία από γεωγραφική άποψη εξετάζονται κατά ομάδες («Βόρειες Σποράδες») αρχ. 1. (στον εν., μόνον με περιληπτ. ουσ., όπως… … Dictionary of Greek
συππινάς — ᾱδος ή άδος, ὁ, Α πιθ. στιππειουργός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίππιον, άλλος τ. τής λ. στυππεῖον* «στουπί» (πρβλ. σίππινος) + επίθημα ᾶς, ᾶδος. Για τη γρφ. τού τ. με υ πρβλ. και τις ποικίλες γραφές τού τ. στυππεῖον*] … Dictionary of Greek
Πελασγιάς — άδος, ἡ, Α βλ. Πελασγίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πελάσγιος + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. Ολυμπι άς)] … Dictionary of Greek
Φθιάς — άδος, ἡ, Α ιδιότυπη μορφή θηλ. τού επιθ. Φθῑος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φθία + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. Ἐρετρι άς)] … Dictionary of Greek
πενθάς — άδος, ἡ, ΜΑ θηλ. τού πενθαλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. άς, άδος] … Dictionary of Greek
πενθεράς — άδος, ἡ, Α η πεθερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενθερός + επίθημα άς, άδος] … Dictionary of Greek
πεντεκαιδεκάς — άδος, ἡ, Μ ποσό που αποτελείται από δεκαπέντε μονάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. πεντ άς)] … Dictionary of Greek
περιτροχάς — άδος, ἡ, Α (για γυναίκα) αυτή που γυρίζει εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιτρέχω + επίθημα άς, άδος] … Dictionary of Greek