Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀγκάλισμα

См. также в других словарях:

  • αγκάλισμα — ἀγκάλισμα, το (Α) [ἀγκαλίζομαι] 1. αυτό που αγκαλιάζει κανείς, που σφίγγει στην αγκαλιά του 2. εναγκαλισμός, αγκάλιασμα …   Dictionary of Greek

  • ἀγκάλισμα — that which is embraced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκαλίσμασιν — ἀγκάλισμα that which is embraced neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»