-
1 χειρο-πληθής
χειρο-πληθής, ές, die Hände füllend, λίϑος Xen. An. 3, 3,17, κορύνη Theocr. 25, 63, so groß man es mit der Hand fassen kann, Theophr. u. a. Sp.
-
2 χειροπληθής
χειρο-πληθής, ές, u. χειρο-πληθιαῖος, die Hände füllend; λίϑος, κορύνη, so groß man es mit der Hand fassen kann -
3 χειροπληθής
χειρο-πληθής, ές,A filling the hand, as large as can be held in the hand,λίθοι X.An.3.3.17
;κορύνη Theoc. 25.63
;ἀγκάλισμα Luc.Am.14
;χ. μέγεθος
handful,Thphr.
HP4.2.7; soχ. δέσμη Dsc.1.8
, etc.; neut.,ἀλφίτων χειροπληθές Gp.14.17.2
. Adv. - θῶς by handfuls, Sch.Luc.Tim.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειροπληθής
-
4 χειροπληθης
См. также в других словарях:
ισοπληθής — ές (Α ἰσοπληθής, ές) ίσος ως προς τον αριθμό, ως προς το ποσόν με άλλον, ισάριθμος («καὶ οἱ ἱππεῑς ἦσαν ἑκατέρωθεν ἰσοπληθεῑς», Ξεν.) αρχ. ισομεγέθης, αυτός που έχει ίσο μέγεθος με κάτι («ἰσοπληθεῑς θαλάσσῃ ποταμοί», Πολυδ.). επίρρ... ισοπληθώς… … Dictionary of Greek