-
1 αγκαλισμα
- ατος τό обхватываемое рукамиἀ. χειροπληθές Luc. — пышные, округлые формы ( о статуе богини)
-
2 χειροπληθης
-
3 παραγκαλισμα
(ψυχρὸν π. Soph. - о злой жене)
-
4 υπαγκαλισμα
ὑ. μητρὴ φίλτατον Eur. — бесценное для матери сокровище
См. также в других словарях:
αγκάλισμα — ἀγκάλισμα, το (Α) [ἀγκαλίζομαι] 1. αυτό που αγκαλιάζει κανείς, που σφίγγει στην αγκαλιά του 2. εναγκαλισμός, αγκάλιασμα … Dictionary of Greek
ἀγκάλισμα — that which is embraced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκαλίσμασιν — ἀγκάλισμα that which is embraced neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)