-
1 αγκάλισμα
-
2 ἀγκάλισμα
-
3 ἀγκάλισμα
II embrace, metaph.,ἀ. κλυσιδρομάδος αὔρας Tim.Pers.91
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγκάλισμα
-
4 αγκαλίσμασιν
-
5 ἀγκαλίσμασιν
-
6 χειροπληθής
χειρο-πληθής, ές,A filling the hand, as large as can be held in the hand,λίθοι X.An.3.3.17
;κορύνη Theoc. 25.63
;ἀγκάλισμα Luc.Am.14
;χ. μέγεθος
handful,Thphr.
HP4.2.7; soχ. δέσμη Dsc.1.8
, etc.; neut.,ἀλφίτων χειροπληθές Gp.14.17.2
. Adv. - θῶς by handfuls, Sch.Luc.Tim.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειροπληθής
См. также в других словарях:
αγκάλισμα — ἀγκάλισμα, το (Α) [ἀγκαλίζομαι] 1. αυτό που αγκαλιάζει κανείς, που σφίγγει στην αγκαλιά του 2. εναγκαλισμός, αγκάλιασμα … Dictionary of Greek
ἀγκάλισμα — that which is embraced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκαλίσμασιν — ἀγκάλισμα that which is embraced neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)