-
1 ουρηδόχος
-
2 οὐρηδόχος
-
3 οὐρηδόχος
οὐρη-δόχος, ον,A = οὐροδόχος, Gal.4.686, Alex.Aphr.Pr.1.108.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐρηδόχος
-
4 οὐρηδόχος
οὐρη-δόχος, Urin enthaltend, aufnehmend -
5 ουρηδόχον
-
6 οὐρηδόχον
-
7 οὐρο-δόχος
οὐρο-δόχος, den Urin aufnehmend, ἀγγεῖα, Schol. Ar. Ach. 82 u. Sp. Vgl. οὐρηδόχος.
-
8 ουρηδόχα
-
9 οὐρηδόχα
-
10 ουρηδόχου
-
11 οὐρηδόχου
-
12 ουρηδόχω
-
13 οὐρηδόχῳ
См. также в других словарях:
ουρηδόχος — οὐρηδόχος, ον (ΑΜ) βλ. ουροδόχος … Dictionary of Greek
οὐρηδόχος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρηδόχον — οὐρηδόχος masc/fem acc sg οὐρηδόχος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρηδόχα — οὐρηδόχος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρηδόχου — οὐρηδόχος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρηδόχῳ — οὐρηδόχος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουροδόχος — ο (ΑΜ οὐροδόχος και οὐρηδόχος, ον) 1. αυτός που περιέχει ή δέχεται τα ούρα 2. φρ. «ουροδόχος κύστη» η κύστη μέσα στην οποία συγκεντρώνονται τα ούρα στα μεσοδιαστήματα τών ουρήσεων κατά την κάθοδό τους από τα νεφρά προτού εκχυθούν από την ουρήθρα … Dictionary of Greek