-
1 σκάφη
σκάφηtrough: fem nom /voc sg (attic epic ionic)σκάφος 2hull of a ship: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)σκάφος 2hull of a ship: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)σκάπτωdig: aor ind pass 3rd sg (homeric ionic)——————σκάφηtrough: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 σκάφη
σκάφη, ἡ, jeder ausgegrabene, ausgehöhlte Körper, jedes Gefäß; Her. 4, 73; Aesch. frg. 206; Trog, Wanne, Napf; τὰς σκάφας, ἐν αἷς ἐπώλει τοὺς λύχνους, Ar. Equ. 1312, Schol. ξύλινα ἀγγεῖα, vgl. Ar. Eccl. 742; komisch Lys. 139, οὐδὲν γάρ ἐσμεν πλὴν Ποσειδῶν καὶ σκάφη, Poseidon und ein Kahn, Anspielung auf eine Tragödie des Sophokles, s. Schol.; Wiege, τῇ προβοσκίδι τὴν σκάφην ἐκίνει, Ath. XIII, 607 a; ἐνϑέμενος εἰς σκάφην τὰ βρέφη, Plut. Rom. 3; bei Poll. 10, 102 Backtrog; zum Darbringen von Opfern gebraucht, προςφέρουσιν αὐτῇ τῇ Βριζοῖ σκάφας πάντων πλήρεις ἀγαθῶν Ath. VIII, 335 b; σκάφαις ἐξαντλεῖν τὸ χρυσίον, Luc. Gall. 12.
-
3 σκαφή
σκάπτωdig: aor subj pass 3rd sgσκαφῆι, σκαφεύςdigger: masc dat sg (epic ionic)σκαφήdigging: fem dat sg (attic epic ionic) -
4 σκαφῇ
σκάπτωdig: aor subj pass 3rd sgσκαφῆι, σκαφεύςdigger: masc dat sg (epic ionic)σκαφήdigging: fem dat sg (attic epic ionic) -
5 σκάφη
σκάφη, ἡ, jeder ausgegrabene, ausgehöhlte Körper, jedes Gefäß; Trog, Wanne, Napf; komisch: οὐδὲν γάρ ἐσμεν πλὴν Ποσειδῶν καὶ σκάφη, Poseidon und ein Kahn, Anspielung auf eine Tragödie des Sophokles; Wiege; Backtrog; zum Darbringen von Opfern gebraucht -
6 σκάφη
σκάφη, ης, ἡ (σκάπτω; Aeschyl., Hdt. et al.; ins, pap; Bel LXX 33, Theod. 33; [Test12 Patr and Philo σκάφο]; Jos., C. Ap. 2, 11 [a quot. fr. Apion w. σκάφη as fem. sing.]; loanw. in rabb.) gener. someth. that is concave or hollow, such as a ‘bowl’, ‘basin’, or ‘tub’.① dish GJs 18:2 (codd.)② (small) boat, skiff (so Soph. et al.; Polyb. 1, 23, 7; PGradenwitz [SBHeidAk 1914] 9, 5 [III B.C.]; BGU 1157, 8; 1179; the transference of sense from mng. 1 is readily seen in a pun Ar., Eu. 1315: cp. our ‘tub’ for an old or slow boat) of a ship’s boat (ordinarily in tow, LCasson, Ships and Seamanship in the Ancient World, ’71, 248f) Ac 27:16, 30, 32.—B. 730. DELG s.v. σκάπτω. M-M. -
7 σκαφή
σκαφή, ἡ, das Graben, zw.
-
8 σκαφη
(ᾰ) ἥ1) корыто, бассейн, ванна Her., Arph., Aesch.τέν σκάφην σκάφην λέγειν погов. Plut. — называть корыто корытом, т.е. называть вещи своими именами
2) челн, лодка Soph., Arph., Plut., NT.3) таз Arph. -
9 σκαφή
σκαφήdigging: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
10 σκαφή
σκαφή, ἡ, das Graben -
11 σκάφη
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκάφη
-
12 σκάφη
η1) корыто; 2) квашня; З) лодка; шлюпка (мор.);§ λέγω τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη — называть вещи своими именами; — говорить начистоту
-
13 σκάφῃ
Βλ. λ. σκάφη -
14 σκάφη
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σκάφη
-
15 σκάφη
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σκάφη
-
16 σκαφή
η см. σκάψιμο[ν] -
17 σκάφη
челн, лодка (легкая).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σκάφη
-
18 σκάφη
-
19 σκάφη
[скафи] ουσ θ корыть, кадка. -
20 σκαφή
См. также в других словарях:
σκαφή — digging fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάφη — trough fem nom/voc sg (attic epic ionic) σκάφος 2 hull of a ship neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σκάφος 2 hull of a ship neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σκάπτω dig aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάφῃ — σκάφη trough fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάφη — Ορεινός οικισμός (95 κάτ., υψόμ. 520 μ.), στην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ., 199 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι δύο οικισμοί, η Πέρα Σκάφη (68 κάτ., υψόμ. 500 μ.) και το Αργαστήρι (36 κάτ.,… … Dictionary of Greek
σκαφή — Ορεινός οικισμός (95 κάτ., υψόμ. 520 μ.), στην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ., 199 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι δύο οικισμοί, η Πέρα Σκάφη (68 κάτ., υψόμ. 500 μ.) και το Αργαστήρι (36 κάτ.,… … Dictionary of Greek
σκαφῇ — σκάπτω dig aor subj pass 3rd sg σκαφῆι , σκαφεύς digger masc dat sg (epic ionic) σκαφή digging fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάφη — η 1. οικιακό σκεύος στο οποίο ζυμώνεται το αλεύρι ή πλένονται τα ρούχα. 2. μικρή βάρκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκαφή — η βλ. σκάψιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πέρα Σκάφη — Ορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 500 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σκάφης … Dictionary of Greek
θαλαμηγός — Σκάφη διαφόρων τύπων, από τους μικρούς ιστιοφόρους κέρκουρους έως τα πολυτελή ιστιοφόρα και ντιζελοκίνητα σκάφη ψυχαγωγίας. Συνηθέστερα ονομάζονται γιοτ, από την αγγλική ονομασία yαcht. Μια θ. με πανιά εφοδιάζεται συνήθως και με βοηθητική μηχανή … Dictionary of Greek
σκαφέων — σκάφη trough fem gen pl (epic ionic) σκάφος 2 hull of a ship neut gen pl (epic doric ionic aeolic) σκαφεύς digger masc gen pl σκαφέω̆ν , σκαφεύς digger masc gen pl σκαφή digging fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)