Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οὐρο-δόχος

См. также в других словарях:

  • χοληδόχος — και χολοδόχος, ο / χοληδόχος και χολοδόχος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και α, Ν, και χολιοδόχος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει χολή 2. φρ. α) «χοληδόχος κύστη» και «χοληδόχος κύστις» ανατ. μεμβρανώδης απιοειδής σάκος, προσαρτημένος στην κάτω επιφάνεια τού… …   Dictionary of Greek

  • σπερματοδόχος — και σπερμοδόχος, ο, θηλ. και α, Ν ανατ. 1. αυτός που δέχεται ή περιέχει σπέρμα 2. φρ. «σπερματοδόχος κύστη» (ανατ. φυσιολ.) καθένας από τους δύο επιμήκεις απιοειδείς θυλάκους που βρίσκονται στη συνέχεια τών σπερματικών πόρων επάνω από τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»