Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

том

  • 1 том

    том I
    м ὁ τόμος.
    том II
    (о том) пред л. п. от тот, то.

    Русско-новогреческий словарь > том

  • 2 том

    том м о τόμος
    * * *
    м
    ο τόμος

    Русско-греческий словарь > том

  • 3 том

    -а, πλθ.α. ο τόμος•

    первый том энциклопедии ο πρώτος τόμος της εγκυκλοπαίδειας.

    || βιβλίο, μεγάλο, ογκώδες βιβλίο.

    Большой русско-греческий словарь > том

  • 4 том

    (отдельная книга какого-л. сочинения, издания и т.п.) о τόμος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > том

  • 5 том

    [τόμ] ουσ. α. τόμος

    Русско-греческий новый словарь > том

  • 6 том

    [τόμ] ουσ α τόμος

    Русско-эллинский словарь > том

  • 7 мимолётом

    επίρ.
    διαβατικά, περαστικά, διαβαίνοντας, περνώντας. || γρήγορα, φευγαλέα, στιγμιαία.

    Большой русско-греческий словарь > мимолётом

  • 8 томить

    том||и́ть
    несов
    1. βασανίζω, καταπονώ:
    \томить голодом βασανίζω μέ τήν πείνα· \томить молчанием βασανίζω μέ τή σιωπή μου·
    2. кул. ψήνω σέ κατσαρόλα:
    \томить жаркое ψήνω ψητό κατσαρόλας.

    Русско-новогреческий словарь > томить

  • 9 томиться

    том||и́ться
    βασανίζομαι, καταπονούμαι, ὑποφέρω/ λυώνω, μαραζώνω (каким-л. чувством):
    \томитьсяи́ться жаждой βασανίζομαι ἀπό τή δίψα· \томитьсяи́ть-ся в ожидании καταπονοῦμαι περιμένοντας.

    Русско-новогреческий словарь > томиться

  • 10 томление

    том||ление
    с τό βάσανο, τό μαράζι.

    Русско-новогреческий словарь > томление

  • 11 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 12 о

    о (об, обо) για· σε· о ком (о чём) вы говорите? για ποιον ( για ποιο πράγμα) μιλάτε; я об этом не подумал δεν το σκέφτηκα αυτό* я о нём часто думаю τον σκέφτομαι συχνά* не беспокойтесь об этом! μην ανησυχείτε γι' αυτό! я об этом очень сожалею πολύ λυπούμαι γι αυτό* удариться о что-л. χτυπώ ( πάνω) σε κάτι; мы обо всём позаботимся θα φροντίσουμε για όλα
    * * *
    (об, обо)
    για; σε

    о ком (о чём) вы говори́те? — για ποιον (για ποιο πράγμα) μιλάτε

    я об э́том не поду́мал — δεν το σκέφτηκα αυτό

    я о нём ча́сто ду́маю — τον σκέφτομαι συχνά

    не беспоко́йтесь об э́том! — μην ανησυχείτε γι’αυτό!

    я об э́том о́чень сожале́ю — πολύ λυπούμαι γι'αυτό

    уда́риться о что-л. — χτυπώ (πάνω) σε κάτι

    мы обо всём позабо́тимся — θα φροντίσουμε για όλα

    Русско-греческий словарь > о

  • 13 дело

    дело с 1) (предмет, цель забот) η υπόθεση; το έργο (творение), το ζήτημα (вопрос ) -мира η υπόθεση της ειρήνης 2) (занятие, работа ) η δουλειά у меня много дел сегодня πολλές δουλειές έχω σήμερα 3) (событие, факт) η υπόθεση, το γεγονός 4) (поступок) το έργο, η πράξη 5) (область знаний, работы) η τέχνη, η επιστήμη 6) юр. η υπόθεση' ο φάκελος, гражданское (уголовное) - η αστική (ποινική) υπόθεση, как дела? πώς τα πάτε; в чём \дело? τι συμβαίνει; в самом деле? αλήθεια; - в том, что... πρό κειται για..., το ζήτημα είναι ότι... на деле στην πραγμα τικότητα, первым -м πρώτα απ'ολα
    * * *
    с
    1) (предмет, цель забот) η υπόθεση; το έργο ( творение); το ζήτημα ( вопрос)

    де́ло ми́ра — η υπόθεση της ειρήνης

    2) (занятие, работа) η δουλειά

    у меня́ мно́го дел сего́дня — πολλές δουλειές έχω σήμερα

    3) (событие, факт) η υπόθεση, το γεγονός
    4) ( поступок) το έργο, η πράξη
    5) (область знаний, работы) η τέχνη, η επιστήμη
    6) юр. η υπόθεση; ο φάκελος

    гражда́нское (уголо́вное) де́ло — η αστική (ποινική) υπόθεση

    ••

    как дела́? — πώς τα πάτε

    в чём де́ло? — τι συμβαίνει

    в са́мом де́ле? — αλήθεια

    де́ло в том, что... — πρόκειται για..., το ζήτημα είναι ότι…

    на де́ле — στην πραγματικότητα

    пе́рвым де́лом — πρώτα απ'όλα

    Русско-греческий словарь > дело

  • 14 игра

    игра ж 1) το παιχνίδι 2) (состязание) о αγώνας \игра окончилась со счётом... (вничью) το παιχνίδι τελείωσε με σκορ... (ισόπαλο) вне \играы спорт, οφσάιντ 3) муз., театр, το παίξιμο
    * * *
    ж
    1) το παιχνίδι
    2) ( состязание) ο αγώνας

    игра́ око́нчилась со счётом... (вничью́) — το παιχνίδι τελείωσε με σκορ... (ισόπαλο)

    вне игры́ — спорт. οφσάιντ

    3) муз., театр. το παίξιμο

    Русско-греческий словарь > игра

  • 15 летать

    летать, лететь πετώ· лететь самолётом πηγαίνω αεροπορικώς- когда мы летим? πότε φεύγουμε; ◇ время летит о καιρός περνάει
    * * *
    = лететь

    лете́ть самолётом — πηγαίνω αεροπορικώς

    когда́ мы лети́м? — πότε φεύγουμε

    ••

    вре́мя лети́т — ο καιρός περνάει

    Русско-греческий словарь > летать

  • 16 обыграть

    обыграть, обыгрывать νικώ, κερδίζω· \обыграть со счётом 5:3 κερδίζω με σκορ πέντε τρία
    * * *
    = обыгрывать
    νικώ, κερδίζω

    обыгра́ть со счётом 5:3 — κερδίζω με σκορ πέντε τρία

    Русско-греческий словарь > обыграть

  • 17 счёт

    счёт м 1) ο λογαριασμός; текущий \счёт о τρεχούμενος λογαριασμός 2) спорт, το σκορ; со \счётом... με σκορ...
    * * *
    м
    1) ο λογαριασμός

    теку́щий счёт — ο τρεχούμενος λογαριασμός

    2) спорт. το σκορ

    со счётом... — με σκορ…

    Русско-греческий словарь > счёт

  • 18 управление

    управление с 1) (действие, тж. учреждение) η διεύθυνση, η διοίκηση 2) тех. η διεύθυνση, ο χειρισμός; \управление самолётом о χειρισμός αεροσκάφους; автоматическое \управление ο αυτόματος έλεγχος ◇ оркестр под \управлением... η ορχήστρα με τη διεύθυνση...
    * * *
    с
    1) (действие, тж. учреждение) η διεύθυνση, η διοίκηση
    2) тех. η διεύθυνση, ο χειρισμός

    управле́ние самолётом — ο χειρισμός αεροσκάφους

    автомати́ческое управле́ние — ο αυτόματος έλεγχος

    ••

    орке́стр под управле́нием... — η ορχήστρα με τη διεύθυνση…

    Русско-греческий словарь > управление

  • 19 дело

    дел||о
    с
    1. (работа, занятие) ἡ δουλειά, ἡ ἀσχολία, ἡ ὑπόθεση [-ις]:
    у него́ много \делоа ἐχει πολλές δουλειές, εἶναι πολυάσχολος· приниматься за \дело καταπιάνομαι μέ τή δουλειά, καταπιάνομαι μέ τήν ὑπόθεση общественные \делоа οἱ δημόσιες (или οἱ κοινωνικές) ὑποθέσεις· он пошел по \делоам πήγε γιά δουλειά· болтаться без \делоа γυρίζω χασομέρης· у меня дел по горло εἶμαι πνιγμένος στή δουλειά·
    2. (специальность, область знаний) ἡ τέχνη, ἡ ἐπιστήμη, ἡ βιομηχανία:
    военное \дело ἡ πολεμική τέχνη· горное \дело ἡ μεταλλευτική· столярное \дело ἡ ξυλουργική, ἡ ξυλουργία· издательское \дело ἡ ἐκδοτική ἐπιχείρηση, ἡ ἐκδοτική τέχνη· газетное \дело ἡ δημοσιογραφία, ἡ ἐφημεριδογραφία· он мастер своего \делоа εἶναι μάστορας στή δουλειά του·
    3. (предмет, цель забот, интерес) ἡ ὑπόθεση[-ις]:
    это его личное \дело εἶναι δική του δουλειά, εἶναι προσωπική του ὑπόθεση· мне нет \делоа до этого ἐγώ δέν ἀνακατεύομαι σ' αὐτή τήν ὑπόθεσή у мейя к вам \дело ἔχω νά σας μιλήσω· по личному \делоу γιά ἀτομική ὑπόθεση, γιά προσωπικό ζήτημα· правое \дело ἡ δίκαια ὑπόθεση· бороться за \дело мира ἀγωνίζομαι γιά τήν ὑπόθεση της εἰρήνης· \дело чести ζήτημα τιμής·
    4. (вопрос, существо) ἡ ὑπόθεση[-ις], τό πρά(γ)μα, τό ζήτημα:
    суть \делоа ἡ οὐσία της ὑπόθεσης· это к \делоу не относится αὐτό εἶναι ἀσχετο μέ τήν ὑπόθεση·
    5. (деяние, поступок) τό ἐργο[ν]. ἡ πράξη [-ις]:
    доброе \дело ἡ καλή πράξη, это \дело всей его жизни εἶναι ἐργον ὅλης του τής ζωής'
    6. (событие, происшествие)^ ὑπόθεση [-ις], ἡ δουλειά, τό γεγονός:
    загадочное \дело ἡ μυστηριώδης, ἡ αίνιγ-ματική ὑπόθεση· \дело было осенью αὐτό συνέβη τό φθινόπωρο· это \дело прошлое αὐτό ἀνήκει στό παρελθόν
    7. (положение вещей, обстоятельства) τά πρά(γ)-ματα, οἱ δουλειές:
    как ваши \делоа? πῶς πάνε οἱ δουλειές, πῶς πάνε τά πράματα;·
    8. юр. ἡ ὑπόθεση [-ις]:
    гражданское (уголовное) \дело ἡ ἀστική (ή ποινική) ὑπόθεση· возбудить \дело κινώ ἀγωγή, ἐνάγω· выиграть \дело κερδίζω τήν ὑπόθεση, κερδίζω τή δίκη·
    9. канц. ὁ φάκελλος:
    личное \дело ὁ ἀτομικός φάκελλος·
    10. (круг ведения) ἡ ἀρμοδιότητα [-ης], ἡ δικαιοδοσία:
    это \дело прокурату́ры αὐτό ὑπάγεται στήν ἀρμοδιότητα τῆς είσαγγελίας· вмешиваться не в свое \дело ἀνακατεύομαι σέ ξένες ὑποθέσεις·
    11. (предприятие) уст. ἡ ἐπιχείρηση [-ις] / ὁ ἐμπορικός οίκος (фирма)· ◊ \дело вкуса ζήτημα γούστου· в чем \дело? τί συμβαίνει;· не в этом \дело δέν πρόκειται γί αὐτό· это другое \дело εἶναι ἄλλη ὑπόθεση· на \делое στήν πραγματικότητα· в самом \делое πράγματι, πραγματικά, στ' ἀλήθεια, ἀληθώς· то и \дело... ὅλο καί...· первым \делоом πρίν ἀπ' ὅλα, πρῶτα πρῶτα· между \делоом μεταξύ ἀλλων \дело в том, что... τό ζήτημα εἶναι ὀτι.. · говорить \дело (ό)μιλῶ σοβαρά· хорошенькое \дело! ирон. ὠραία δουλειά!· в том то и \дело, что... αὐτό εἶναι ἀκριβώς τό ζήτημα, ὀτι...· ну и \дело с концом! καί μ' αὐτό τελειώσαμε!· виданное ли это \делоΙ ποϋ ξανακούστηκε νά...!· быть не у дел δέν εἶμαι στά πράγματα· \дело мастера боится погов. ἡ κάθε δουλειά θέλει τό μάστορα της.

    Русско-новогреческий словарь > дело

  • 20 тот

    тот
    (та, то) мест.
    1. ἐκείνος (εκείνη, ἐκεΐνο):
    \тот дом ἐκεϊνο τό σπίτι· и \тот раз ἐκείνη τή φορά· \тот же самый ὁ ἰδιος· \тот и другой κι ὁ ἕνας κι· ὁ ἄλλος· \тот уехал, а этот остался ἐκεΐνος Εφυγε κι αὐτός ἔμεινε· с того дня ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα, ἀπό τότε· спрошу у того́, кто знает θά ρωτήσω ἐκείνον πού ξέρει· в те же дни ἐκεΐνες τίς μέρες· то было вчера, а э́то сегодня ἄλλο χθες κι ἄλλο σήμερα·
    2. (не этот, другой) ἄλλος (ἄλλη, ἄλλο):
    на том берегу́ στήν ἄλλη ὅχθή· по ту сторону ἀπ· τό ἄλλο μέρος· ◊ ни то ни се τίποτα τό ξεκάθαρο· тем самым καί ἔτσι, καί μ' αὐτόν τόν τρόπο· тем более, что... πολύ περισσότερο πού...· тем лу́чше (ху́же) τόσο τό καλλίτερο (τό χειρότερο)· тем не менее ὅμως, ἐν τούτοις, καί ὅμως· до того, что (до такой степени) σέ τέτοιο βαθμό πού, σέ τέτοιο σημείο πού· после того, как... бо-τερα ἀπό...· перед тем... πρίν ἀπό...· между тем, тем временем ἐν τῶ μεταξύ, στό μεταξύ· кроме того́ ἐκτος αὐτοῦ, ἐκτος ἀπ· αὐτό· к тому́ же καί ἐπιπλέον, κοντά στ' ἄλλο, προσέτι· как бы то ни́ было ἔτσι ἡ ἀλλιως, ὅπως καί νά εἶναι· ни с того ни с сего στά καλα καθούμενα· и тому подобное καί τά λοιπά· много лет тому́ назад πρίν ἀπό πολλά χρόνια, πρό πολλών ἐτών того и гляди δέν ἀποκλείεται καθόλου..., ἀπό στιγμή σέ στιγμή μπορεί ·· поговорить о том, о сем μιλᾶ-με γιά διάφορα πράγματα.

    Русско-новогреческий словарь > тот

См. также в других словарях:

  • том — том, а, мн. ч. а, ов …   Русский орфографический словарь

  • том — том/ …   Морфемно-орфографический словарь

  • Том — Том: Том  отдельная книга тематического издания книг, книга как единица счёта. В компьютерах: Том, или логический диск  часть долговременной памяти компьютера, рассматриваемая как единое целое для удобства работы.. Том (компьютер)  …   Википедия

  • Том ям — Том ям, приготовленный в Бангкоке. Том ям (лаос. ຕົ້ມຍຳ [tôm ɲam]; тайск. ต้มยำ, [tôm jam]) название двух похожих супов род …   Википедия

  • том — а, м. tome, лат. tomus. 1. Часть какого л. сочинения, собрание сочинений, издания, составляющие отдельную книгу. БАС 1. [Критициодиус :] На песнь .. Прости, мой свет я сочинил критику в двенадцати томах in folio. На трагедию Хорева сложил шесть… …   Исторический словарь галлицизмов русского языка

  • том — См. часть... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. том книга, часть, томик, фолиант, томище, томишко, книжка, волюм Словарь русских синонимов …   Словарь синонимов

  • ТОМ — (Thorn) Рене Фредерик (р. в 1923) французский математик и философ, создатель математической теории катастроф. Т. профессор Университета Страсбурга, член Парижской Академии наук с 1976. Основные направления научных интересов алгебраическая… …   История Философии: Энциклопедия

  • ТОМ — (фр. tome, от греч. tomos отрезок). Часть книги, сочинения в отдельном переплете. Словарь иностранных слов, вошедших в состав русского языка. Чудинов А.Н., 1910. ТОМ отдельная книга к. н. сочинения или сочинений одного автора; вообще книга.… …   Словарь иностранных слов русского языка

  • том — Структурная часть многотомного или продолжающегося издания, представляющая собой самостоятельно оформленную печатную единицу, имеющую свое заглавие и/или номер. Примечание Различаются сборный том, который обычно является завершающим и содержит… …   Справочник технического переводчика

  • ТОМ — территориальный отдел милиции ТОМ танк охладитель молока Словарь: С. Фадеев. Словарь сокращений современного русского языка. С. Пб.: Политехника, 1997. 527 с. ТОМ труднодоступная и отдалённая местность образование и наука, РФ Источник:… …   Словарь сокращений и аббревиатур

  • ТОМ — 1. ТОМ, тома, мн. томы, томов, и тома, томов, муж. (греч. tomos Отдел). Отдел какого нибудь сочинения, издания, составляющий отдельную книгу. Полное собрание сочинений Ленина в тридцати томах. Настоящий словарь составляет четыре тома.… …   Толковый словарь Ушакова

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»