-
1 выкидывать
πετώ (έξω), αποβάλλω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выкидывать
-
2 летать
πετώ, ίπταμαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > летать
-
3 пролетать
πετώ, ίπταμαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пролетать
-
4 швырять
ρ.δ. μ.1. ρίχνω, πετώ•швырять дрова в подвал ρίχνω τα καυσόξυλα στο υπόγειο•
швырять камнями πετώ πέτρες, πετροβολώ, λιθοβολώ.
|| τρικλίζω, ταλαντεύομαι.2. (για υπηρεσία κ.τ.τ.) μεταθέτω, δίνω φύσημα.3. πετώ έξω. || πετώ όπου λάχει, αδιάκριτα που.εκφρ.-деньги ή деньгами – ατζα.ταλίύ τα χρήματα.1. ρίχνω, πετώ αλληλορίχνω• — камнями πετώ πέτρες• αλληλοπετροβολούμαι.2. ρίχνομαι, πετιέμαι.3. απαρνούμαι κάτι, αφήνω περιφρονώ• δεν εκτιμώ.εκφρ.швырять деньгами – σπαταλά τα χρήματα. -
5 бросать
ρ.δ.μ.1. ρίπτω, ρίχνω, πετώ•гранату ρίχνω χειροβομβίδα•
бросать якорь ρίχνω άγκυρα.
2. μετακινώ, στέλλω, κατευθύνω•бросать войска в бой ρίχνω στρατεύματα στη μάχη.
3. διαχέω, σκορπίζω•бросать тень ρίχνω σκιά•
солнце -ет лучи ο ήλιος ρίχνει, τις ακτίνες.
4. αποβάλλω ως άχρηστο•он крох не -ет αυτός δεν πετάει ούτε τα ψίχουλα.
|| τοποθετώ άταχτα•бросать одежду как попало αφήνω (πετώ) τα ενδύματα όπως και όπου λάχει.
5. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ•бросать семью εγκαταλείπω την οικογένεια.
|| μτφ. παύω, σταματώ•бросать курить παύω να καπνίζω, κόβω το κάπνισμα•
-айте работу! σταματήστε τη δουλιά!
(απρόσ.) με πιάνει, με καταλαμβάνει•меня -ает то в жар, то в холод με πιάνει πότε ζέστη, πότε κρύο.
εκφρ.бросать деньги – σπαταλώ (σκορπίζω) τα χρήματα•бросать жребий – ρίχνω τον κύβο, το ζάρι (λύνω τι με την τύχη)•бросать камень ή камнем ή грязью – βάζω γάνες, αμαυρώνω•бросать оружие – πετώ το όπλο (παραδίνομαι, δειλιάζω)•бросать перчатку – α) πετώ το γάντι (προκαλώ σε μονομαχία)• β) μπαίνω σε αγώνα εναντίον κάποιου•бросать свет – ρίχνω φώς, φωτίζω (διευκρινίζω, διασαφηνίζω)•бросать тень – μτφ. αμαυρώνω.1. αλληλορίχνω•-снежками χιονοπολεμώ.
|| μτφ. περιφρονώ, δεν υπολογίζω•бросать людьми δεν λογαριάζω τους ανθρώπους (τον κόσμο).
2. σπεύδω, τρέχω•бросать на помощь τρέχω σε βοήθεια.
|| ρίχνομαι, πέφτω•бросать на колени πέφτω στα γόνατα•
бросать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά, -ιές.
3. επιτίθεμαι, επιπίπτω, ορμώ, χυμώ, χύνομαι•собаки –ются на прохожих τα σκυλιά χύνονται στους διαβάτες.
|| τρώγω αχόρταγα•бросать на еду ρίχνομαι στο φαΐ.
4. πηδώ από ψηλά•бросать в воду ρίχνομαι στο νερό•
бросать в пропасть ρίχνομαι στο γκρεμό•
бросать с моста ρίχνομαι από το γεφύρι.
5. ρίχνομαι κλπ. ρ.μ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).εκφρ.бросать деньгами – σπαταλώ τα χρήματα•бросать словами, обещаниями – πετώ λόγια, δίνω υποσχέσεις (μιλώ ανεύθυνα)•бросать в глаза – χτυπώ στα μάτια (τραβώ την προσοχή, κάνω εντύπωση)•вино ή хмель -ется в голову – με χτυπά το κρασί στο κεφάλι (με μεθά)•краска ή кровь -ется в лицо – κοκκινίζω (από κάποιο αίσθημα)’ кровь -ется в голову μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. -
6 выбросить
-ошу, -осишь, προστκ. выбрось, κ. выброси, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выброшенный, βρ: -шен, -а, -о, ρ.σ.μ.1. ρίχνω, πετώ έξω•он -ил окурок в окно αυτός πέταξε τη γόπα έξω από το παράθυρο•
выбросить мусор πετώ έξω τα σκουπίδια.
|| μτφ. διαγράφω, σβήνω, περικόπτω, απορρίπτω•в цензуре -ли основное η λογοκρισία απέρριψε το βασικό.
|| μτφ. σπαταλώ, ξοδεύω, δαπανώ άσκοπα, σκορπώ•выбросить зря деньги σπαταλώ τα χρήματα•
выбросить на ветер сто рублей σκορπίζω στον αέρα (εξανεμίζω) εκατό ρούβλια.
2. προτείνω, προβάλλω, τεντώνω, τινάζω•выбросить руку вправо τεντώνω το χέρι δεξιά•
-винтовку выбросить προτείνω το τουφέκι.
3. προπέμπω, προαποστέλλω, εξαποστέλλω.4. αναδίδω, εκφύω, βλαστίζω.5. βγάζω, ρίχνω•выбросить товары на рынок ρίχνω εμπορεύματα στην αγορά.
εκφρ.выбросить из головы, сердца, памяти – βγάζω από το κεφάλι (νου), την καρδιά, τη μνήμη (ξεχνώ)•-лозунг ή призыв – ρίχνω σύνθημα•выбросить на улицу – α) ρίχνω, πετώ στο δρόμο, διώχνω από το σπίτι, β) στερώ των μέσων ύπαρξης, πετώ στο δρόμο.ρίχνομαι, πηδώ κάτω•он -ился из окна αυτός ρίχτηκε (έπεσε) κάτω από το παράθυρο.
|| εξοκέλλω• προσαράσσω. || ξεσπώ, βγαίνω, πετάγομαι απότομα, με δύναμη (για καπνό, φλόγα, νερό κ.τ.τ.). -
7 лететь
лет||етьнесов1. прям., перен πετώ, Ιπταμαι·2. перен (мчаться) πετώ:\лететь стрелой πετώ σάν σαίτα· \лететь на всех парах τρέχω μ'όλη τήν ταχύτητα·3. перен (о времени) περνώ:дии \лететьят περνοῦν οἱ μέρες. -
8 разлетаться
разлетатьсянесов1. (улетать) πετὤ2. (разбиваться) разг γίνομαι κομμάτια:\разлетаться на куски γίνομαι κομμάτια·3. перен (рассеиваться, исчезать) διασκορπίζομαι/ πετῶ (άμετ.) (о мечтах и т. п.):\разлетаться как дым ἐξανεμίζομαι, πετῶ·4. (о полах одежды, волосах и т. л.) κυματίζω. -
9 слетать
слетать Iсов1. πετώ, πηγαίνω ἀεροπορικώς, ἔρχομαι πετώντας:\слетать на самолете в Прагу πετώ μέ τό ἀεροπλάνο στήν Πράγα·2. (сбегать за чт-л., за кем-л.) πετιέμαι:\слетать в магази́и πετιέμαι^στό μαγαζί.слет||ать IIнесов1. (прилетать вниз) κατεβαίνω πετώντας·2. (падать) разг πέφτω:бумаги \слетатьают со стола ὁ ἀέρας μοῦ παίρνει τά χαρτιά ἀπό τό τραπέζι·3. (вспархивать, улетать) πετῶ:\слетать с языка μοῦ ξεφεύγει τυχαία μιά λέξη. -
10 закинуть
ρ.σ.μ.1. ρίχνω, πετώ•закинуть невод ρίχνω το δίχτυ•
закинуть мячик на крышу πετώ το τόπι στη στέγη.
2. μτφ. φέρω σε δυσχερή θέρη•судьда -ла меня сюда η τύχη μ’ έρριξε εδώ•
-петлю ρίχνω θηλειά•
закинуть ногу на ногу ρίχνω το πόδι απανωτό•
высоко закинуть голову σηκώνω ψηλά το κεφάλι, τινάζω το κεφάλι επάνω•
закинуть голову назад γέρνω απότομα το κεφάλι πίσω•
бурей -ло корабль к неизвестным берегам η τρικυμία έρριξε το καράβι σε άγνωστες ακτές. закинуть дело παραμελώ υπόθεση.
εκφρ.закинуть словечко – α) πετώ μια λεξούλα (κάυω υπαινιγμό)• β) λέγω ένα καλό λόγο (συνηγορώ)•закинуть удочку – ψαρεύω, προσπαθώ να μάθω.1. ρίχνομαι, πετάγομαι, σκαλώνω, αγκιστρώνομαι.2. γέρνω πίσω.3. τρέχοντας πετάγομαι στην άκρη (για άλογο). -
11 залететь
-лечу, -летишьρ.σ.1. πετώ μέσα•бабочка -ла в комнату η πεταλούδα πέταξα μέσα στο δωμάτιο.
2. πετώ μακριά ή ψηλά•аэроплан -ел за полярный круг το αεροπλάνο πέταξε πέρα από τον πολινιό κύκλο•
залететь большую высоту πετώ πολύ ψηλά.
3. προσγειώνομαι για•залететь за горючим προσγειώνομαι για ανεφοδιασμό σε καύσιμη ύλη.
|| μτφ. (απλ.) πετιέμαι, πηγαίνω κάπου στα γρήγορα, πεταχτά, για λίγο. -
12 перелететь
-лечу, -летишьρ.σ.1. πετώ πάνω από υπερίπταμαι• διίπταμαι•перелететь через аллы πετώ πάνω από τις Αλπεις•
перелететь море περνώ τη θάλασσα πετώντας.
|| υπερπηδώ, πηδώ μέσα πάνω από το φράχτη•петух -л частокол ο κόκορας πέταξε πάνω. από το φράχτη.
2. πηγαίνω αεροπορικώς•перелететь из Москвы в Ленинград πετώ από τη Μόσχα στο Λένινγκραντ.
|| αποδημώ•птицы -ли с севера на юг τα πουλιά αποδήμησαν από το βοριά στο νότο.
3. εκτοξεύομαι πέρα από•снаряд -л η οβίδα έπεσε πέρα από το στόχο.
-
13 улететь
улечу, улетишьρ.σ.1. πετώ μακριά• φεύγω πετώντας.2. τρέχω ταχύτατα (σαν να πετώ).3. (уьа χρόνο) διαβαίνω, περνώ γρήγορα.4. μτφ. πετώ (για σκέψε ις, όνε ιρα κλπ.). -
14 перелететь
1. (летя, преодолеть какое-л. пространство) πετώ, υπερίπταμαι 2. (летя, переместиться куда-л.) πετώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перелететь
-
15 браковать
-
16 бросать
-
17 вон
-
18 выбросить
-
19 высоко
высоко ψηλά \высоко поднять σηκώνω ψηλά лететь \высоко πετώ ψηλά; \высоко в небе ψηλά στον ου ρανό* * *высоко́ подня́ть — σηκώνω ψηλά
лете́ть высоко́ — πετώ ψηλά
высоко́ в не́бе — ψηλά στον ουρανό
-
20 за
за 1) (позади, вне ) από πίσω (или πέρα) από; για за вокзалом πίσω από το σταθμό за рекой πέρα από το ποτάμι за Москвой πέρα (или έξω) από τη Μόσχα бросить что-либо за окно πετώ κάτι από το παράθυρο; идти за кем-л. ακολουθώ κάποιον 2) (возле) σε κοντά, γύρω από сесть за сгол κάθομαι στο τραπέζι 3) (н.а расстоянии) από, σε απόσταση за десять километров до... δέκα χιλιόμετρα από..- 4) (о сроке) πριν, προ за десять дней до... δέκα μέρες πριν από... за десять дней μέσα σε δέκα μέρες 5) (о йене): за наличный расчёт τοις μετρητοίς купить билет за пять рублей αγοράζω εισιτήριο των πέντε ρουβλιών 6) (цель ) για послать за доктором στέλνω να φωνάξουν το γιατρό бороться за мир αγωνίζομαι για την ειρήνη 7) (направление действия): держаться за перила κρατιέμαι από το κιγκλίδωμα приняться за работу αρχίζω τη δουλειά 8): уважать за храб* * *1) (позади, вне) από; πίσω ( или πέρα) από; γιαза вокза́лом — πίσω από το σταθμό
за реко́й — πέρα από το ποτάμι
за Москво́й — πέρα ( или έξω) από τη Μόσχα
бро́сить что́-либо за окно́ — πετώ κάτι από το παράθυρο
идти́ за кем-л. — ακολουθώ κάποιον
2) ( возле) σε; κοντά, γύρω από3) ( на расстоянии) από, σε απόστασηза де́сять киломе́тров до... — δέκα χιλιόμετρα από…
4) ( о сроке) πριν, προза де́сять дней до... — δέκα μέρες πριν από…
за де́сять дней — μέσα σε δέκα μέρες
5) ( о цене)за нали́чный расчёт — τοις μετρητοίς
купи́ть биле́т за пять рубле́й — αγοράζω εισιτήριο των πέντε ρουβλιών
6) ( цель) γιαпосла́ть за до́ктором — στέλνω να φωνάξουν το γιατρό
боро́ться за мир — αγωνίζομαι για την ειρήνη
7) ( направление действия)держа́ться за пери́ла — κρατιέμαι από το κιγκλίδωμα
приня́ться за рабо́ту — αρχίζω τη δουλειά
8)уважа́ть за хра́брость — εκτιμώ για την πάλικαριά
См. также в других словарях:
πετώ — πετῶ, άω, ΝΜ 1. ίπταμαι, μετακινούμαι κουνώντας ρυθμικά τα φτερά μου («όταν πετά και κελαηδεί») 2. μτφ. κινούμαι ολοταχώς («οι λογισμοί πετάξανε, στον ουρανό εφτάσα», Ερωτ.) 3. βαδίζω γρήγορα, τρέχοντας («επετούσαν προς την οικίαν εκείνην», Παπαδ … Dictionary of Greek
πετώ — πετάω / πετώ, πέταξα βλ. πίν. 64 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πετώ — πέταξα, πετάχτηκα, πεταγμένος 1. πέτομαι, φτερουγίζω: Πετούν οι γλάροι στο γιαλό, πετούν τα γλαροπούλια. 2. κυματίζω, ανεμίζω στον αέρα: Πετάει η σημαία στην κορφή του καταρτιού. 3. μτφ., φεύγω γρήγορα: Πετάει ο καιρός, φεύγει ο καιρός. 4. μτβ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πετῶ — πετάννυμι fly fut ind act 1st sg (attic epic ionic) πετάννυμι fly pres imperat mp 2nd sg πετάννυμι fly pres subj act 1st sg (attic epic ionic) πετάννυμι fly pres ind act 1st sg (attic epic ionic) πετάννυμι fly imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέτω — πέτομαι fly pres imperat mp 2nd sg πίπτω Exc. ex libris Herodiani aor subj act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπέτομαι — ἐπιπέτομαι (AM) (Μ και ἐπιπετάομαι) [πέτομαι] πετώ (α. «ἀετὸς ἐπιπτόμενος αἴσιος», Ξεν. β. «βέλος ἐπιπετασθέν», Ευστ.) αρχ. 1. πετώ από πάνω («ὃς ἄβραχα πεδία καρποφόρα τε γᾱς ἐπιπετόμενος ἰαχεῑ», Ευρ.) 2. πετώ, τρέχω με βιασύνη κάπου («καινὰ καὶ … Dictionary of Greek
πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα … Dictionary of Greek
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek
αναπετώ — ( άω) (Α ἀναπετῶμαι και ἀναπέτομαι), (Μ ἀναπετῶ) πετώ προς τα επάνω, φεύγω πετώντας νεοελλ. 1. φεύγω ή χάνομαι γρήγορα, βιαστικά, εξαφανίζομαι 2. εξαντλούμαι γρήγορα, τελειώνω 3. πεθαίνω 4. (για τα μάτια) κάνω νευρικές συσπάσεις 5. παρουσιάζομαι … Dictionary of Greek
αποπέτομαι — ἀποπέτομαι (Α) 1. πετώ επάνω, πετώ μακριά 2. πετώ κι εξαφανίζομαι … Dictionary of Greek
διαπέτομαι — (Α) [πέτομαι] 1. πετώ ανάμεσα, διατρέχω πετώντας 2. πετώ μακριά, εξαφανίζομαι 3. (για τη φήμη) πετώ προς όλες τις διευθύνσεις, διαδίδομαι παντού … Dictionary of Greek