-
1 только
только1. частица (всего лишь) μό-νο[ν]:\только один раз μόνο μιά φορά· это \только начало αὐτό εἶναι μόνο ἡ ἀρχή·2. частица (единственно, исключительно) μό-νο[ν]:\только из уважения к вам μόνο γιά τό χατήρι σας· \только здесь я себя чу́вст-вую хорошо μόνον ἐδώ αίσθάνομαι καλά·3. союз (но, однако) ἀλλά, μά, δμως:я согласен пойти, \только не сеи́час δέχομαι νά πάω, δμως ὄχι τώρα· \только имейте в виду́, что я занят νά Εχετε δμως ὑπ' ὀψιν, δτι εἶμαι ἀπασχολημένος·4. союз:не \только, но (и) ὄχι μόνο, ἀλλά...·5. союз:\только бы φτάνει νά μήν, ἀρκεῖ νά· \только бы ничего́ не случилось ἀρκεῖ νά μή συμβεί τίποτε·6. союз (едва) μόλις:\только вы уехали, как он пришел μόλις φύγατε ἐσεϊς, αὐτός ήρθε· как \только, чуть \только, едва \только, лишь \только μόλις·7. нареч (едва, лишь только) μόλις:совсем молодой, видно \только школу кончил πολύ νεαρός, φαίνεται πώς μόλις τέλειωσε τό σχολείο·8. частица усил.:каких \только книг у него не было καί τί βιβλία δέν είχε· где он \только не был καί ποῦ δέν ἐχει πάει· зачем \только я сказал это τί ήθελα νά τό πω αὐτό· ◊ посмей \только! (угроза) τόλμησε ἄν σοῦ βαστάει, τόλμησε μόνον \только н всего́ разг αὐτό εἶναι ὅλο· н \только καί τίποτε ἄλλο· \только что μόλις τώρα, πρό ὁλίγου· он \только что пришел μόλις τώρα ήλθε. -
2 только
только μόνο, μονάχα; μόλις (едва)· \только что μόλις τώρα; лишь \только..., как \только... μόλις... ◇ если \только возможно αν είναι δυνατό; \только не сейчас όχι όμως τώρα* * *μόνο, μονάχα; μόλις ( едва)то́лько что — μόλις τώρα
лишь то́лько..., как то́лько... — μόλις...
••е́сли то́лько возмо́жно — αν είναι δυνατό
то́лько не сейча́с — όχι όμως τώρα
-
3 только
1. επίρ, μόνο, μονάχα• όλο-όλο•у меня только два рубля έχω μόνο δυο ρούβλια•
он может это делать μόνο αυτός μπορεί να το φτιάξει.
2. σύνδ. όμως, αλλά•я согласен, только не сейчас είμαι σύμφωνος, όμως όχι τώρα.
|| μόλις, πριν λίγο, τώρα δα•только раздался звонок τώρα δα (μόλις) χτύπησε το κουδούνι.
3. μόριο• λίγο, λιγάκι•подумайте -! σκεφτήτε λίγο!•
попробуй это сделать! δοκίμασε λίγο να το κάνεις! || μόριο επιτακτικό• και•
каких только книг он не читал και τι βιβλία αυτός δε διάβασε•
где только он не бывал! και πουαυτός δεν πήγε!•
от куда только это бертся? Και από που αυτό εδώ;
εκφρ.только и – μόνο, μονάχα (και τίποτε άλλο)•только и всего; и только – αυτό όλο-κι όλο, αυτό και μόνο•только что – τώραμόλις, τώρα δα•только что не... – α) σχεδόν όχι, μόνο που δεν... β) παρ ολίγο να μη, μόνο που. -
4 только
[τόλ'κα] μόρ. μόνο -
5 только
[τόλ'κα] μόρ μόνο -
6 тогда и только тогда
мат. τότε και μόνο τότε.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тогда и только тогда
-
7 лишь
лишь1. частица (только) μόνον, μονάχα:иехвата́ет \лишь одного δνα μονάχα λείπει·2. союз (едва, как только) μόλις, εὐθύς ὠς:\лишь только (αμέσως) μόλις, εὐθύς ὠς· \лишь только он вошел μόλις μπήκε. -
8 да
да 1μόριο1. βεβαιωτικό• ναι, μάλιστα•все здесь? да да όλοι είναι εδώ; да ναί•
отвечайте: да или нет απαντάτε: ναι ή όχι•
хочешь чаю? да да θέλεις τσάι; да ναι.
|| πραγματικά, αλήθεια•там было хорошо, да, очень хорошо εκεί ήταν καλά, πραγματικά, πολύ καλά.
2. (ξαφνική ενθύμηση) α ναι•я, кажется, все сказал...да! вот еще νομίζω πως τα είπα ολα... α ναι! να ακόμα τι.
3. (δυσπιστία, αντίρρηση κλπ.) ναι πως, αμ πως•я хлопочу чтобы ты скорее отправиться. да да хлопочешь εγώ φροντίζω ν’ αναχωρήσεις το γρηγορότερο. Αμ πως φροντίζεις.
4. (ερωτηματικό) ναι; αλήθεια;•я изменился, да? εγώ άλλαξα, ναι;
5. (επιτακτικό) δα, ντε, και, λοιπόν•кто сказал? да да тот ποιος είπε; Εκείνος δα•
да что с вами говорить! και τι να πω με σας!•
куда идти? да да прямо κατά πού νά πάω;-Κατ’ ευθεία δα (ντε)•
да отправляйтесь вы поскорее αναχωρείτε λοιπόν το γρηγορότερο.
|| (μέσα στην πρόταση και μπροστά από το κατηγορούμενο επιτείνει τη σημασία) να• και.6. (επίμονη παράκληση, παρότρυνση) δά•да садись, садись, чего ты стоишь! κάθισε δα,κάθισε,τι στέκεσαι ορθός! || (επιτακτικό-προτρεπτικό)• άιντε, έλα•
да ну, брат, поскорее! άιντε, καημένε, πιο γρήγορα!
7. (με προστακτική και σημασία υποθετική• και αν (ακόμα)•да будь он... κι αν ακόμα αυτός...
8. (με ρήμα 3ου ενκ. προσ. ενεστώτα και μέλλοντα)• άς, είθε να• ζήτω•да здравствует мир во всем мире! ζήτω η ειρήνη σ’ όλο τόν κόσμο!•
да здравствует дружба меаду народами! ζήτω η φιλία ανάμεσα στους λαούς!
εκφρ.ну да! – (απλ.) αμπώς! (вот) это да! (απλ.) αυτό μάλιστα! (για θαυμασμό, επιδοκιμασία)•аи да – βλ. ай; ну да (απλ.) βλ. да 1 (1, 3 σημ.).да 2σύνδ.1. συμπ λκ. και•он да я αυτός κι εγώ•
день да ночь μέρα και νύχτα•
хлеб да соль ψωμί κι αλάτι.
2. επίτακτ. καί, επί•шел я ночью один, да еще лесом βάδιζα τη νύχτα μόνος κι ακόμα (επί πλέον) μέσα στο δάσος.
3. σύνδ. αντιθετικός• όμως, αλλά, μα•я согласен, да только с условием είμαι σύμφωνος, όμως μ’ ένα όρο.
εκφρ.да и... – α) και. β) ξαφνικά, απότομα•жил, жил, да помер – έζησε, έζησε και ξαφνικά πέθανε, γ) επί πλέον, και., ακόμα•да и говорить-то об этом не стоит – ακόμα και να μιλήσεις γι’ αυτό δεν αξίζει•да и только – (καί) μόνο, διαρκώς•плачет, да и только – κλαίει και μόνο (συνεχώς)•смеется, да и только – γελά ακατάπαυστα. -
9 если
σύνδ, υποθετικός• αν, εάν•если растения не поливать, то они засохнуть αν τα φυτά δεν ποτιστούν, τότε αυτά θα ξηραθούν•
в случае -... σε περίπτωση που... если бы αν, εάν, άμα•
если бы он мог, работал бы άμα αυτός μπορούσε, θα δούλευε•
если бы он знал, этого не сделал αν αυτός το ήξερε, δε θα το έκανε•
если бы он жив! αν αυτός ήταν ζωντανός!•
если бы не эта помеха, мы бы уехали завтра αν δεν ήταν αυτό το εμπόδιο, θα φεύγαμε αύριο•
если бы только знал μόνο να το ήξερα•
если я прошу,то значит это необходимо όταν ζητώ κάτι, αυτό σημαινει οτι μου είναι απαραίτητο•
-ехать, так ехать άν πρόκειται να δουλέψεις, δούλεψε όπως πρέπει•
если только не μόνο αν, εκτός αν•
он придет если только не заболеет θα έρθει, εκτός μόνο αν.ιρωστήσει•
придет если не он, то друг его αν δεν έρθει αυτός, θα έρθει ο φίλος του•
если бы не дождь, мы бы гуляли αν δεν έβρεχε, θα πηγαίναμε περίπατο•
если не каждый день, то через день αν όχι κάθε μέρα, τότε μέρα πάρα μέρα•
если бы да кабы (αστ.) ο νάχας και ο θάχας (πέθαναν)• если (уж) на то пошло μια και (εφόσον) η υπόθεση έφτασε ως εκεί•
что если (бы)? τι θα; (γινόταν, έκανες, έλεγες κ.τ.τ.)• даже если ακόμα κι αν•
если только αρκεί μόνο.
-
10 если
еслисоюз ἄν, ἐάν, \если мне представится возможность ἄν μοῦ δοθεί ἡ δυνατότητα· \если я смогу́, я сделаю ἄν θά μπορέσω, θά τό κάνω· даже \если... ἀκόμα καί ἄν...· \если только... φτάνει νά...· \если только не... ἐκτος ἄν...· в слу́чае \если·... σέ περίπτωση πού...· \если бы... ἐάν, ἐάν τυχόν...· \если бы я только знал ἄν τό ήξερα· что \если...? τί θαλεγες...;, τί θά κάναμε...;· ◊ \если бы да кабы разг а» ἄν ἡ γιαγιά μου είχε ρόδες θάτανε ποδήλατο. -
11 один
один1. числ. είς, ἐνας:только \один раз μόνο μιά φορά, μιά φορά μονάχα· \один или два ἔνας ἡ δύο· \один из иих ἔνας ἀπ' αὐτούς' \один билет Ινα εἰσιτήριο· одни́ щипцы μιά μασιά· одним ударом μ' ἕνα κτύπημα·2. прил (без других, в одиночестве) μόνος, ὁλομόναχος:я сделал эту работу \один αὐτήν τήν ἐργασία τήν £κανα μόνος μου (или μοναχός μου)· он был совсем \один ήταν ὁλομόναχος· мать и сестра остались совсем одии́ ἡ μητέρα καί ἡ ἀδελφή Εμειναν ἐντελώς μόνες (или Ολομόναχες)·3. прил (никто другой, единственный) μονάχα, μόνο[ν]; одна надежда его поддерживает τόν κρατἄ μόνον μιά ἐλπίδα· одна лишь мысль καί μόνο ἡ σκέψη·4. прил (тот оке самый, одинаковый) ὁ αὐτός, ὁ ίδιος:\один и тот же ὁ ἰδιος, είς καί ὁ αὐτός· это одно́ и то́ же εἶναι τό ἰδιο, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό· в одно́ и то же время ταυτόχρονα, ταυτοχρόνως, συγχρόνως· говорить одно́ и то́ же κοπανώ τά ἰδια καί τά ἰδια· одного возраста τῆς ίδιας (или τής αὐτής) ἡλικίας·5. мест, (какой-то, некий) ἐνας, κάποιος:я прочел.-.то в одио́м журнале αὐτό τό διάβασα σ' ἕνα περιοδικό·6. мест, (только, исключительно) μόνο[ν], μονάχα, ὀποκλει-·τικά [-<δς]:здесь одии́ только женщины и дети ἐδῶ εἶναι μόνο γυναίκες καί παιδιά·7. сущ. ἔνας·. -
12 как
επίρ., μόριο κ. σύνδ.I.επίρ.1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•
как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•
как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.
2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•
как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.
3. πόσο, τι, πάρα πολύ•как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•
как он глуп! τι ανόητος!•
ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•
как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•
он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•
отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.
4. όταν, πότε.5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.II.μόριο1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.III.(σύνδεσμος υποτακτικός).1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•
белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•
как прежде όπως πριν.
|| - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•в то время как στο μεταξύ•
как только ευθύς μόλις;•
перед тем как λίγο πριν να•
задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•
всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•
с тех поркак αφότου, από τότε που
4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.
|| (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.
|| πως ότι•они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.
εκφρ.как бы не – πως να μην•как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•как есть – απλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•как можно – όσο το δυνατό•как бы не так! – πως όχι!•как нельзя – όσο δεν παίρνει•как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•как скоро – παλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•как известно – όπως είναι γνωστό•как же так? – πως λοιπόν;•как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως. -
13 едва
едва μόλις (лишь только ) δύσκολα (с трудом) ◇ \едва не... παραλίγο να...' \едва ли μάλλον όχι, είναι αμφίβολο* * *μόλις ( лишь только); δύσκολα ( с трудом)••едва́ не... — παραλίγο να…
едва́ ли — μάλλον όχι, είναι αμφίβολο
-
14 исключительно
-
15 сейчас
сейчас 1) (теперь) τώρα 2) (немедленно) αμέσως 3) (только что) μόλις* * *1) ( теперь) τώρα2) ( немедленно) αμέσως3) ( только что) μόλις -
16 нет!
нет||!ἔ, ὄχι!, ἔ, ὄχι δά!· право же \нет! ὄχι μά τήν ἀλήθεια·2. частица усил. разг (обычно не переводится):\нет!, ты только посмотри́, что за прелесть! γιά κύταξε τί ἀριστούργημα!·3. безл (не имеется) δέν ὑπάρχει, δέν ἔχω:\нет! писем δέν ὑπάρχουν γράμματα· \нет! сомнения δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία· у него́ \нет! средств δέν ἔχει τά μέσα· у меня \нет! времени δέν ἔχω καιρό· \нет! ничего удивительного τίποτε τό περίεργον чего́ там только \нет! καί τί δέν ἔχει·4. безл (об отсутствии определенных лиц) перев. личн. формами δέν είμαι:их \нет! в саду δέν εἶναι στον κήπο· его \нет! αὐτός ἀπουσιάζει, δέν εἶναι ἐδῶ· сестры \нет! дома ἡ ἀδελφή δέν εἶναι στό σπίτι· там никого \нет! δέν ὑπάρχει κανείς ἐκεϊ· его \нет! больше (он умер) αὐτός δέν ὑπάρχει πλέον, (ἀ)πέθανε· ◊ она \нет! да и напишет ποῦ καί ποῦ γράφει· \нет! как \нет! ἄφαντος ἐγινε· свести на \нет! ἐκμηδενίζω· на \нет! и суда \нет! погов. ἀφοῦ δέν ἔχεις τί νά γίνει. -
17 сеичас
сеи́часнареч1. (теперь) τώρα/ αὐτήν τήν στιγμή (в настоящее время)·2. (только что) πρό ὁλίγου:только \сеичас μόλις τώρα·3. (очень скоро) τώρα ἀμέσως, ἀμέσως:он \сеичас придет τώρα ἀμέσως θά ἔρθει· я \сеичас вернусь θά ἐπιστρέψω ἀμέσως, τώρα ἐρχομαι. -
18 не
не 1μόριο αρνητικό1. δεν, δε• μη(ν) όχι•я не хочу εγώ δε θέλω•
я не пойду домой εγώ δε θα πάω στο σπίτι•
не люблю его δεν τον αγαπώ•
он не благоразумен αυτός δεν είναι συνετός•
это не может не удаться αυτό δεν μπορεί να μην επιτευχθεί•
быть или не быть! να ζει κανείς ή να μη ζει!•
он так жаден, что -ест, а пожирает είναι τόσο λαίμαργος, που δεν τρώγει, αλλά καταβροχθίζει•
не бери μην παίρνεις•
он ехал не с сыном αυτός ταξίδευε όχι με το παιδί (χωρίς το παιδί)•
он кричит, а не пот αυτός γκαρίζει, δεν τραγουδάει•
я не сомневаюсь, что он прав δεν αμφιβάλλω ότι αυτός έχει δίκαιο•
никогда не лгите ποτέ μη λέτε ψέματα•
не сегодня, так завтра αν όχι σήμερα, αύριο (θα γίνει).
|| (με ρ.) δεν, μην•не могу не согласиться δεν μπορώ να μη συμφωνήσω•
не могу не признать δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω (παραδεχτώ).
|| σχεδόν•работает и не работает εργάζεται και δεν εργάζεται, ούτε δουλεύει ούτε δεν δουλεύει•
горит не горит καίει και δεν καίει, σχεδόν δεν καίει.
2. (μαζί με συνδέσμους)• ειδεμή, άλλως, αλλιώτικα, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση•уходи не то плохо тебе будет φεύγα, διαφορετικά θά χεις κακά ξεμπερδέματα.
εκφρ.не то что..., а... – όχι (το)..., αλλά...• не то чтобы..., а... όχι (για) να.., αλλά...• не то чтобы не..., а... όχι (για) να μην..., αλλά...• не кто иной (другой), как... όχι κανένας άλλος, παρά...• не только..., но... όχι μόνο..., αλλά...,• не только..., но и.... όχι μόνο..., αλλά και....• не столько сколько..., όχι τόσο, όσο...• не настолько... чтобы... όχι τόσο (σε τέτοιο βαθμό), ώστε...• хотя не..., но (однако).... αν και δεν..., όμως...• тем не менее εν τούτοις, και όμως.не 2(πάντοτε τονιζόμενο)• δεν•не за что благодарить δεν αξίζει να ευχαριστήσεις•
не за что купить δεν έχω (χρήματα) να αγοράσω•
не для чего говорить.об этом δεν θέλω κουβέντα γι αυτό•
мне не для чего его видеть δε θέλω (ούτε) να τον βλέπω•
не к чему (не зачем) туда ходить δεν υπάρχει λόγος να πηγαίνω εκεί•
не у кого спросить δεν υπάρχει κανένας να ρωτήσω•
не о чем писать δεν έχω τι να γράψω•
не о чём говорить δεν έχω τι να πώ•
мне не к кому обратиться δεν έχω αε ποιόν να απευθυνθώ•
не за что τίποτε παρακαλώ, (απάντηση στο ευχαριστώ κάποιου).
εκφρ.не раз – όχι μια φορά (πολλές φορές, επανειμμένα)•ему было не по себе – αυτός δεν αισθανόταν καλά. -
19 разве
μόριο κ. σύνδ.1. (με σημ. αμφιβολίας)• άραγε(ς), τάχα, -ατές, μήπως, μήγαρις•разве он приехал? άραγε αυτός ήρθε;•
разве можно так говорить старшему? άραγε επιτρέπεται να μιλάς έτσι στο μεγαλύτερο σου;•
разве это справедивость? άραγε αυτό είναι δικαιοσύνη;
2. ίσως, μπορεί, είναι δυνατόν επιτρέπεται• πρέπει (με τις λ. можно, возможно) разве можно ему верить? άραγε μπορείς να τον πιστέψεις; να εμπιστευτείς σ αυτόν;3. σύνδ. (με τις λ. только, что)• μη υπολογίζοντας, εκτός αυτού, μόνο•я ничего не.знаю
- только то, что он убит δεν ξέρω τίποτε άλλο, εκτός από το ότι είναι σκοτωμένος. || με σημ. αν δεν..., αν μόνο δεν...• я непременно к вам приду разве дождь помешает θα έρθω οπωσδήποτε σε σας, εκτός αν βρέξει (εκτός μόνο αν η βροχή σταθεί εμπόδιο). -
20 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
См. также в других словарях:
только-то — только то … Орфографический словарь-справочник
только б — только бы … Орфографический словарь русского языка
только бы — только б … Орфографический словарь русского языка
ТОЛЬКО — 1. нареч. ограничительное. При числительном (также и при пропущенном “один”), со словом “всего” или без него, употр. в знач. не больше, чем…, как раз. «За всё время, пока я живу на этом свете, мне было страшно только три раза.» Чехов. «Отвечайте… … Толковый словарь Ушакова
только — Токмо, лишь, исключительно, единственно, всего, всего на все(го), один; не более, не менее, как. Это не более как комплимент. Это отрадное исключение не более. Только то? Это все? В какой нибудь месяц, в какие нибудь полгода. См. а, но .. да и… … Словарь синонимов
ТОЛЬКО — 1. частица. Выражает ограничение: не больше, чем столько то, ничего другого, кроме. Вещь стоит т. (всего т.) тысячу. Он т. взглянул. Это т. начало. Т. его и видели (т. е. не успел появиться, как уже исчез; разг.). 2. частица. Выражает ограничение … Толковый словарь Ожегова
ТОЛЬКО — нареч. токмо, лишь; | едва, еле; | но, однако. Я только спросил, более ничего. Только я вошел, как началось чтение, только что, как только, лишь только. Я только что захватил поезд, едва, чуть. Только стало, а лишку нет. Не вздумай только… … Толковый словарь Даля
Только ты — Только ты: «Только ты» советский музыкальный фильм 1972 года. «Только ты» (Only you) американский фильм 1992 года. «Только ты» (Only you) американский фильм 1994 года. «Только ты» российский фильм 2011 года. «Только ты»… … Википедия
только — (1) I. Частица ограничит. лишь; никто другой..., ничего другого, кроме как...: Тогда врани не граахуть, галици помлъкоша, сорокы не троскоташа, полозіе ползоша только. 43. 1126: Ярополкъ же князь укрѣпився, и иде по нихъ с божьею помощью, не жда… … Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"
только — Авось, только. Потебня наметил вехи [...] того пути, каким пришли к роли модальных частиц и союзов некоторые указательно местоименные слова. Так, по его мнению, из непосредственного местоименного указания на будущее событие (во се, а во се только … История слов
только бы — абы, лишь бы только, лишь бы Словарь русских синонимов. только бы предл, кол во синонимов: 3 • абы (2) • лишь бы … Словарь синонимов