Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αμέσως

  • 1 сразу

    αμέσως, διά μιας.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сразу

  • 2 немедленно

    немедленно αμέσως, ευθύς* мы \немедленно выезжаем αμέσως φεύγουμε
    * * *
    αμέσως, ευθύς

    мы неме́дленно выезжа́ем — αμέσως φεύγουμε

    Русско-греческий словарь > немедленно

  • 3 тут

    тут 1) (о месте) εδώ* кто \тут? ποιος είναι εδώ; 2) (о времени) αμέσως; он \тут же ушёл έφυγε αμέσως
    * * *
    1) ( о месте) εδώ
    2) ( о времени) αμέσως

    Русско-греческий словарь > тут

  • 4 сеичас

    сеи́час
    нареч
    1. (теперь) τώρα/ αὐτήν τήν στιγμή (в настоящее время)·
    2. (только что) πρό ὁλίγου:
    только \сеичас μόλις τώρα·
    3. (очень скоро) τώρα ἀμέσως, ἀμέσως:
    он \сеичас придет τώρα ἀμέσως θά ἔρθει· я \сеичас вернусь θά ἐπιστρέψω ἀμέσως, τώρα ἐρχομαι.

    Русско-новогреческий словарь > сеичас

  • 5 сейчас

    επιρ. αυτή την ώρα ή τη στιγμή• τώρα (αμέσως)•

    сейчас приду τώρα θα ρθώ•

    вы говорили, что... εσείς τώρα λέγατε ότι...

    αμέσως πάραυτα, παρευθύς•

    я сейчас возвращусь εγώ θα επιστρέψω αμέσως•

    сейчас после того, как он приехал αμέσως μετά την άφιξη του.

    || απ εδώ, τώρα•

    сейчас начинаются поля απ εδώ αρχίζουν τα χωράφια.

    || τώρα μόλις, πριν λίγο, προ λίγου•

    его сейчас арестовали τώρα μόλις τον έπιασαν.

    Большой русско-греческий словарь > сейчас

  • 6 ухватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ухваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, αρπάζω, αδράχνω, γραπώνω•

    ухватить со всех сторон περιαρπάζω, περιαδράχνω•

    ухватить камень αρπάζω πέτρα•

    ухватить за ворот αρπάζω από το γιακά.

    || μτφ. ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•

    ухватить чужую змлю αρπάζω ξένη γη.

    2. μτφ. συλλαμβάνω, αντιλαμβάνομαι αμέσως•

    ухватить мысль πιάνω αμέσως (αρπάζω) το νόημα•

    ухватить намк καταλαβαίνω αμέσως τον υπαινιγμό.

    1. πιάνομαι αμέσως, αρπάζομαι, δράττομαι•

    ухватить за сучок αρπάζομαι από ένα κλαδί.

    2. μτφ. καταπιάνομαι, ασχολούμαι•

    дела-то много, а ухватить за что не знаю δουλειές (υποθέσεις) είναι πολλές, όμως με πια να καταπιαστώ δεν ξέρω,

    3. μτφ. επωφελούμαι, δράττομαι, εκμεταλλεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > ухватить

  • 7 вне

    вне έξω, εκτός· \вне очереди χωρίς σειρά, αμέσως επιγόντως (срочно) \вне конкурса εκτός συναγωνισμού ◇ \вне себя έξω φρενών \вне всякого сомнения χωρίς καμιά αμφίβολα* \вне игры спорт, οφσάιντ
    * * *
    έξω, εκτός

    вне о́череди — χωρίς σειρά, αμέσως; επιγόντως ( срочно)

    вне ко́нкурса — εκτός συναγωνισμού

    ••

    вне себя́ — έξω φρενών

    вне вся́кого сомне́ния — χωρίς καμιά αμφιβολία

    вне игры́ — спорт. όφσαϊντ

    Русско-греческий словарь > вне

  • 8 вскоре

    вскоре γρήγορα, σε λίγο, προσεχώς; \вскоре после... αμέσως μετά...
    * * *
    γρήγορα, σε λίγο, προσεχώς

    вско́ре по́сле... — αμέσως μετά...

    Русско-греческий словарь > вскоре

  • 9 минута

    минута ж το λεπτό ( της ώρας)· без двадцати минут три τρεις παρά είκοσι· десять минут пятого τέσσερις και δέκα ◇ сию \минутау αμέσως
    * * *
    ж
    το λεπτό (της ώρας)

    без двадцати́ мину́т три — τρεις παρά είκοσι

    де́сять мину́т пя́того — τέσσερις και δέκα

    ••

    сию́ мину́ту — αμέσως

    Русско-греческий словарь > минута

  • 10 сейчас

    сейчас 1) (теперь) τώρα 2) (немедленно) αμέσως 3) (только что) μόλις
    * * *
    1) ( теперь) τώρα
    2) ( немедленно) αμέσως
    3) ( только что) μόλις

    Русско-греческий словарь > сейчас

  • 11 сразу

    сразу 1) αμέσως, ευθύς 2) (одновременно) συγχρόνως, ταυτόχρονα
    * * *
    1) αμέσως, ευθύς
    2) ( одновременно) συγχρόνως, ταυτόχρονα

    Русско-греческий словарь > сразу

  • 12 тотчас

    тотчас αμέσως, ευθύς, ευτύς
    * * *
    αμέσως, ευθύς, ευτύς

    Русско-греческий словарь > тотчас

  • 13 полуслово

    полусло́в||о
    с:
    понимать с \полусловоа καταλαβαίνω ἀμέσως, μπαίνω ἀμέσως στό νόημα· оборвать разговор на \полусловое σταματώ τήν κουβέντα στή μέση.

    Русско-новогреческий словарь > полуслово

  • 14 тотчас

    тотчас
    нареч ἀμέσως, εὐθύς, στήν στιγμή; я \тотчас приду́ θά ἔλθω ἀμέσως.

    Русско-новогреческий словарь > тотчас

  • 15 тут

    тут
    1. нареч (о месте) (έ)δώ ἐνταύθα:
    \тут много народу ἐδω εἶναι πολύς κόσμος·
    2. нареч (о времени) ἀμέσως:
    он \тут же пришел ήρθε ἀμέσως·
    3. частица:
    ну, какие уж \тут покупки γιά τί ψώνια μοδ λές τώρα· \тут кто́-то постучал? μήπως χτύπησε κανείς (τήν πόρτα);· ◊ не \тутто было πού νά μπορέσεις· а она \тут как \тут πάνω στήν ὠρα νάτην κι Ερχεται.

    Русско-новогреческий словарь > тут

  • 16 вслед

    επίρ.
    αμέσως μετά, κοντά, ακολούθως, σε συνέχεια•

    вслед за ним выступил председатель αμέσως μετά απ’ αυτόν μίλησε ο πρόεδρος•

    за тем μετά απ’ αυτό, σε συνέχεια.

    Большой русско-греческий словарь > вслед

  • 17 вспыхнуть

    ρ.σ.
    1. αναφλέγομαι, ανάβω•

    порох -ул η μπαρούτη πήρε φωτιά.

    || πετώ φωτιές,ξεσπώ•

    -ул пожар ξέσπασε πυρκαγιά.

    2. μτφ. εκδηλώνομαι βίαια, απότομα, ξεσπώ•

    -ла воина ξέσπασε ο πόλεμος•

    -ла страсть ξέσπασε το πάθος•

    -ла паника ξέσπασε πανικός.

    || μτφ. κοκκινίζω αμέσως (από αίσθημα)•

    девочка -ла и убежала το κορίτσι κοκκίνισε αμέσως κι έφυγε τρέχοντας.

    Большой русско-греческий словарь > вспыхнуть

  • 18 как

    επίρ., μόριο κ. σύνδ.
    I.
    επίρ.
    1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•

    как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•

    как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•

    как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.

    2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•

    как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•

    как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.

    3. πόσο, τι, πάρα πολύ•

    как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•

    как он глуп! τι ανόητος!•

    ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•

    как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•

    он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•

    отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.

    4. όταν, πότε.
    5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.
    II.
    μόριο
    1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!
    2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.
    III.
    (σύνδεσμος υποτακτικός).
    1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.
    2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•

    сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•

    белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•

    как прежде όπως πριν.

    || - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.
    3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•

    в то время как στο μεταξύ•

    как только ευθύς μόλις;•

    перед тем как λίγο πριν να•

    задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•

    всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•

    с тех поркак αφότου, από τότε που

    4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.
    5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•

    а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.

    || (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•

    с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.

    || πως ότι•

    они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.

    εκφρ.
    как бы не – πως να μην•
    как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•
    как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•
    как естьαπλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•
    смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•
    как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•
    смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•
    как можно – όσο το δυνατό•
    как бы не так! – πως όχι!•
    как нельзя – όσο δεν παίρνει•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•
    как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•
    как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•
    как скороπαλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•
    как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•
    как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•
    как известно – όπως είναι γνωστό•
    как же так? – πως λοιπόν;•
    как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•
    едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•
    так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•
    как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως.

    Большой русско-греческий словарь > как

  • 19 мигнуть

    ρ.σ.
    βλ. мигать.
    εκφρ.
    не успеть (глазом) мигнуть – στη στιγμή, αμέσως, ακαριαία, εν ριπή οφθαλμού (стоит) только мигнуть αρκεί μόνο να του κλείσεις το μάτι ή να του κάνεις νεύμα με τό μάτι (αμέσως εκτελεί).

    Большой русско-греческий словарь > мигнуть

  • 20 минута

    θ.
    1. (πρώτο) λεπτό της ώρας•

    он придёт через пять -ут αυτός θα έρθει μετά από πέντε λεπτά•

    сию -у αυτό το λεπτό, αμέσως, πάραυτα•

    подождите -у περιμένετε ένα λεπτό•

    с -ы на -у από λεπτό σε λεπτό.

    2. η στιγμή•

    роковая минута μοιραία στιγμή•

    решительная минута αποφασιστική στιγμή•

    в первую -у он поколебался στην αρχή αυτός ταλαντεύτηκε•

    в данную -у στη δοσμένη στιγμή•

    на -у (για) μια στιγμή, ένα λεπτό•

    настоящая минута αυτή η στιγμή•

    в ту же -у; в ту самую -у την ίδια στιγμή•

    в свободную -у όταν θα είμαι ελεύθερος (δε θα είμαι απασχολημένος).

    3. επίρ. -ами πότε-πότε, κάποτε-κάποτε, που και που.
    4. η οξεία (´) ως υποδιαίρεση.
    εκφρ.
    в одну -у – την ίδια στιγμή, αυτοστιγμεί•
    в -у – στο λεπτό, αμέσως• (одну) -у ένα λεπτό (παράκληση αναμονής)•
    в добрую -у – στα καλά του, στην καλή του (σε ήρεμη κατάσταση)•
    - у внимания – ένα λεπτό προσοχή (παράκληση)•
    без пяти -ут – στα πρόθυρα, πολύ κοντά•
    без пяти -ут инженер – οσονούπω θα γίνει μηχανικός•
    как одна минута (пройти, пролететь) – πολύ γρήγορα (όπως περνά ένα λεπτό).

    Большой русско-греческий словарь > минута

См. также в других словарях:

  • αμέσως — επίρρ. (Α ἀμέσως) [ἄμεσος] 1. δίχως τη μεσολάβηση κάποιου, απευθείας 2. δίχως τη μεσολάβηση χρονικού διαστήματος, δίχως χρονοτριβή, ευθύς …   Dictionary of Greek

  • ἀμέσως — ἄμεσος immediate adverbial ἄμεσος immediate masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • ευθύς — εία, ύ (ΑΜ εὐθύς, εῑα, ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς) 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.) 2. (με ηθ. έννοια)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»