Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

μόλις

  • 1 чуть Ιτσοότ'/][/*] εκίρ. μόλις, λιγάκι

    [τσουτιό] ουσ. ο. όσφρηση

    Русско-греческий новый словарь > чуть Ιτσοότ'/][/*] εκίρ. μόλις, λιγάκι

  • 2 чуть Ιτσοότ'][/*] επίρ μόλις, λιγάκι

    [τσουτιό] ουσ ο όσφρηση

    Русско-эллинский словарь > чуть Ιτσοότ'][/*] επίρ μόλις, λιγάκι

  • 3 едва

    едва
    нареч
    1. (лишь только) μόλις:
    \едва рассвело, как мы тронулись в путь μόλις ξημέρωσε, ξεκινήσαμε·
    2. (с трудом) μόλις (καί μετά βίας):
    он \едва ходит μόλις καί μετά βίας περπατάει·
    3. (чуть) μόλις (καί) ἐλάχιστα:\едваосвещенная комната δωμάτιο πού μόλις φωτίζεται· \едва слышно μόλις κι ἀκούγεται· ◊ \едва не... παραλίγο, παρ' ὀλίγον, σχεδόν--μόλις καί μετά βίας· \едва ли не... πολύ πιθανό, διόλου ἀπίθανο (δτι)..., σχεδόν \едва ли εἶναι ζήτημα ἄν, εἶναι ἀμφίβολο.

    Русско-новогреческий словарь > едва

  • 4 только

    только
    1. частица (всего лишь) μό-νο[ν]:
    \только один раз μόνο μιά φορά· это \только начало αὐτό εἶναι μόνο ἡ ἀρχή·
    2. частица (единственно, исключительно) μό-νο[ν]:
    \только из уважения к вам μόνο γιά τό χατήρι σας· \только здесь я себя чу́вст-вую хорошо μόνον ἐδώ αίσθάνομαι καλά·
    3. союз (но, однако) ἀλλά, μά, δμως:
    я согласен пойти, \только не сеи́час δέχομαι νά πάω, δμως ὄχι τώρα· \только имейте в виду́, что я занят νά Εχετε δμως ὑπ' ὀψιν, δτι εἶμαι ἀπασχολημένος·
    4. союз:
    не \только, но (и) ὄχι μόνο, ἀλλά...·
    5. союз:
    \только бы φτάνει νά μήν, ἀρκεῖ νά· \только бы ничего́ не случилось ἀρκεῖ νά μή συμβεί τίποτε·
    6. союз (едва) μόλις:
    \только вы уехали, как он пришел μόλις φύγατε ἐσεϊς, αὐτός ήρθε· как \только, чуть \только, едва \только, лишь \только μόλις·
    7. нареч (едва, лишь только) μόλις:
    совсем молодой, видно \только школу кончил πολύ νεαρός, φαίνεται πώς μόλις τέλειωσε τό σχολείο·
    8. частица усил.:
    каких \только книг у него не было καί τί βιβλία δέν είχε· где он \только не был καί ποῦ δέν ἐχει πάει· зачем \только я сказал это τί ήθελα νά τό πω αὐτό· ◊ посмей \только! (угроза) τόλμησε ἄν σοῦ βαστάει, τόλμησε μόνον \только н всего́ разг αὐτό εἶναι ὅλο· н \только καί τίποτε ἄλλο· \только что μόλις τώρα, πρό ὁλίγου· он \только что пришел μόλις τώρα ήλθε.

    Русско-новогреческий словарь > только

  • 5 только

    только μόνο, μονάχα; μόλις (едва)· \только что μόλις τώρα; лишь \только..., как \только... μόλις... ◇ если \только возможно αν είναι δυνατό; \только не сейчас όχι όμως τώρα
    * * *
    μόνο, μονάχα; μόλις ( едва)

    то́лько что — μόλις τώρα

    лишь то́лько..., как то́лько... — μόλις...

    ••

    е́сли то́лько возмо́жно — αν είναι δυνατό

    то́лько не сейча́с — όχι όμως τώρα

    Русско-греческий словарь > только

  • 6 лишь

    1. μόριο• μόνο, μονάχα•

    не хватает -одного ένα μόνο δε φτάνει•

    лишь не забудьте нас μόνο μη μας ξεχάσετε•

    он любит лишь одни деньги αυτός μόνο το χρήμα αγαπάει.

    2. σύνδ. μόλις•

    лишь сказано, то и сделано μόλις τό πε, κιόλας τό κάνε•

    лишь он вошёл... μόλις αυτός μπήκε... лишь только μόλις-μόλις.

    Большой русско-греческий словарь > лишь

  • 7 чуть

    επίρ.
    1. μόλις, σχεδόν•

    огонь там чуть горит η φωτιά εκεί μόλις καίει•

    он чуть дышит αυτός μόλις αναπνέει.

    2. σύνδ. χρονικός• μόλις.
    εκφρ.
    чуть было не... – παρολίγο, λίγο έλειψε να...•
    чуть (ли) не... – σχεδόν...•
    чуть что – α) μόλις κάτι (συμβεί, ακουστεί κ.τ.τ.). β) σχεδόν•
    чуть-чуть – πάρα πολύ λίγο, ελάχιστο.

    Большой русско-греческий словарь > чуть

  • 8 чуть

    чуть
    1. нареч (едва) μόλις, λιγάκι, παρ' ὁλίγο:
    \чуть видно μόλις φαίνεται· \чуть больше (меньше) λίγο περισσότερο (κάτι λιγώτερο)· \чуть живой μέ τήν ψυχή στό στόμα· чуть-чуть μιά σταλιά, παρ' ὁλίγο· он \чуть не упал παρ' ὁλίγο θά ἐπεφτε, λίγο ἐλλειψε νά πέσει·
    2. союз:
    \чуть только... μόλις· ◊ \чуть свет μόλις φέξει, τά χαράματα· \чуть ли не... σχεδόν \чуть ли не каждый день σχεδόν κάθε μέρα· \чуть было не παρ' ὁλίγο νά, λίγο ἐλειψε νά, παρά τρίχα νά· чуть что μέ τό παραμικρό.

    Русско-новогреческий словарь > чуть

  • 9 едва

    επίρ. κ. σύνδ. υποτακ.
    1. μόλις.
    2. ελάχιστα•

    он едва хромает αυτός ελάχιστα (πολύ λίγο) κουτσαίνει.

    3. με δυσκολία, δύσκολα•

    он едва ходит αυτός μόλις μπορεί και βαδίζει.

    4. παραλίγο, λίγο έλειψε να•

    он едва не упал αυτός παραλίγο να πέσει•

    εκφρ.
    едва едва едва – (επιτακ.) μόλις-μόλις•
    едва ли – είναι αμφίβολο•
    едва ли он придет скоро – αμφιβάλλω αν θα έρθει γρήγορα.

    Большой русско-греческий словарь > едва

  • 10 как

    επίρ., μόριο κ. σύνδ.
    I.
    επίρ.
    1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•

    как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•

    как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•

    как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.

    2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•

    как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•

    как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.

    3. πόσο, τι, πάρα πολύ•

    как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•

    как он глуп! τι ανόητος!•

    ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•

    как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•

    он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•

    отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.

    4. όταν, πότε.
    5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.
    II.
    μόριο
    1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!
    2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.
    III.
    (σύνδεσμος υποτακτικός).
    1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.
    2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•

    сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•

    белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•

    как прежде όπως πριν.

    || - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.
    3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•

    в то время как στο μεταξύ•

    как только ευθύς μόλις;•

    перед тем как λίγο πριν να•

    задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•

    всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•

    с тех поркак αφότου, από τότε που

    4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.
    5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•

    а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.

    || (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•

    с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.

    || πως ότι•

    они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.

    εκφρ.
    как бы не – πως να μην•
    как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•
    как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•
    как естьαπλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•
    смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•
    как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•
    смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•
    как можно – όσο το δυνατό•
    как бы не так! – πως όχι!•
    как нельзя – όσο δεν παίρνει•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•
    как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•
    как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•
    как скороπαλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•
    как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•
    как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•
    как известно – όπως είναι γνωστό•
    как же так? – πως λοιπόν;•
    как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•
    едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•
    так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•
    как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως.

    Большой русско-греческий словарь > как

  • 11 лишь

    лишь
    1. частица (только) μόνον, μονάχα:
    иехвата́ет \лишь одного δνα μονάχα λείπει·
    2. союз (едва, как только) μόλις, εὐθύς ὠς:
    \лишь только (αμέσως) μόλις, εὐθύς ὠς· \лишь только он вошел μόλις μπήκε.

    Русско-новогреческий словарь > лишь

  • 12 едва

    едва μόλις (лишь только ) δύσκολα (с трудом) ◇ \едва не... παραλίγο να...' \едва ли μάλλον όχι, είναι αμφίβολο
    * * *
    ••

    едва́ не... — παραλίγο να…

    едва́ ли — μάλλον όχι, είναι αμφίβολο

    Русско-греческий словарь > едва

  • 13 как

    как 1. (вопрос) πώς* как вы поживаете? πώς τα περνάτε; \как ваше имя?, \как вас зовут? πώς σας λένε; \как называется эта улица? πώς ονομάζεται αυτός ο δρόμος; \как пройти в (на)...? πώς, νά περάσω...; \как мне быть? τι να κάνω; 2. со юз όπως, σαν \как хотите όπως θέλετε \как в прошлый раз όπως την περασμένη φορά ◇ в то время \как ενώ, καθώς, εκεί που \как только μόλις с тех пор \как από τότε που \как бы то ни было όπως και να'ναι \как знать ποιος ξέρει \как будто σάμπως, σάματι(ς) \как раз ακριβώς, ίσα ίσα \как раз вовремя ακριβώς στην ώρα \как жаль! τι κρίμα! \как когда εξαρτάται,\как извест яо... όπως είναι γνωστό...
    * * *
    1.
    ( вопрос) πώς

    как вы пожива́ете? — πώς τα περνάτε

    как ва́ше и́мя?, как вас зову́т? — πώς σας λένε

    как называ́ется э́та у́лица? — πώς ονομάζεται αυτός.ο δρόμος

    как пройти́ в (на)...? — πώς νά περάσω...

    2. союз
    όπως, σαν

    как хоти́те — όπως θέλετε

    как в про́шлый раз — όπως την περασμένη φορά

    ••

    в то вре́мя как — ενώ, καθώς, εκεί που

    как то́лько — μόλις

    как бы то ни́ было — όπως και να' ναι

    как бу́дто — σάμπως, σάματι(ς)

    как раз — ακριβώς, ίσα ίσα

    как раз во́время — ακριβώς στην ώρα

    как когда́ — εξαρτάται

    как изве́стно... — όπως είναι γνωστό

    Русско-греческий словарь > как

  • 14 лишь

    лишь: \лишь бы... φτάνει να…, μονάχα να...· \лишь только он вошёл... μόλις μπήκε... лоб м το μέτωπο
    * * *

    лишь бы… — φτάνει να..., μονάχα να…

    лишь то́лько он вошёл… — μόλις μπήκε...

    Русско-греческий словарь > лишь

  • 15 недавно

    недавно πριν από λίγο, πρόσφατα, τελευταία' совсем \недавно τώρα μόλις
    * * *
    πριν από λίγο, πρόσφατα, τελευταία

    совсе́м неда́вно — τώρα μόλις

    Русско-греческий словарь > недавно

  • 16 он

    он (н)его. (н)ему, (н)им, о нём) αυτός· он только что вышел αυτός μόλις βγήκε* его не было дома δεν ήτανε σπίτι· мы пойдём без него θα πάμε χωρίς αυτόν* я ему напишу θα του γράψω γράμμαзайдём к нему πάμε να περάσουμε σ* αυτόν я хочу его видеть θέλω να τον βλέπω· перевод ' сделан им αυτός έκανε τη μετάφραση· я с ним виделся τον είδα* я о нём не слышал δεν άκουσα γι' αυτόν
    * * *
    ((н)его, (н)ему, (н)им, о нём)

    он то́лько что вы́шел — αυτός μόλις βγήκε

    его́ не́ было до́ма — δεν ήτανε σπίτι

    мы пойдём без не́го — θα πάμε χωρίς αυτόν

    я ему́ напишу́ — θα του γράψω γράμμα

    зайдём к нему́ — πάμε να περάσουμε σ'αυτόν

    я хочу́ его́ ви́деть — θέλω να τον βλέπω

    перево́д сде́лан им — αυτός έκανε τη μετάφραση

    я с ним ви́делся — τον είδα

    я о нём не слы́шал — δεν άκουσα γι' αυτόν

    Русско-греческий словарь > он

  • 17 сейчас

    сейчас 1) (теперь) τώρα 2) (немедленно) αμέσως 3) (только что) μόλις
    * * *
    1) ( теперь) τώρα
    2) ( немедленно) αμέσως
    3) ( только что) μόλις

    Русско-греческий словарь > сейчас

  • 18 слегка

    слегка ελαφρά, ελάχιστα* μόλις (едва)
    * * *
    ελαφρά, ελάχιστα; μόλις ( едва)

    Русско-греческий словарь > слегка

  • 19 услыхать

    услыхать, услышать см. слышать· я только что об этом услышал μόλις τώρα το έμαθα (или τ' άκουσα)
    * * *
    см. слышать = услышать

    я то́лько что об э́том услы́шал — μόλις τώρα το έμαθα ( или τ'άκουσα)'

    Русско-греческий словарь > услыхать

  • 20 чуть

    чуть παραλίγο; μόλις (едва); \чуть больше λίγο περισσότερο; он \чуть не упал παραλίγο να πέσει
    * * *
    παραλίγο; μόλις ( едва); πέσει

    чуть бо́льше — λίγο περισσότερο

    он чуть не упа́л — παραλίγο να πέσει

    Русско-греческий словарь > чуть

См. также в других словарях:

  • μόλις — only just indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόλις — (ΑΜ μόλις, Α και μόγις) επίρρ. (τροπικό) με δυσκολία, με κόπο, ελάχιστα (α. «μόλις και μετά βίας» πολύ δύσκολα β. «καὶ ταῡτα λέγοντες μόλις κατέπαυσαν τοὺς ὄχλους τοῡ μὴ θύειν αὐτοῑς», ΚΔ) νεοελλ. συν. με αριθμτ.) για να δηλώσει προσέγγιση,… …   Dictionary of Greek

  • μόλις — 1. επίρρ. τροπ., με δυσκολία, με κόπο, ελάχιστα: Μόλις προλάβαμε το πλοίο. 2. επίρρ. χρον., πριν από λίγο: Το μωρό μόλις κοιμήθηκε. 3. ευθύς ως, αμέσως: Μόλις φτάσεις, τηλεφώνησέ μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακροφαίνομαι — μόλις φαίνομαι, παρουσιάζομαι για λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + φαίνομαι] …   Dictionary of Greek

  • αλαφρανασαίνω — μόλις ανασαίνω, ανασαίνω βαριά, με δυσκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + ανασαίνω] …   Dictionary of Greek

  • γλυκοφαγγρίζω — μόλις φαίνομαι, ίσα ίσα που διακρίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκο * + φαγγρίζω «φέγγω αμυδρά»] …   Dictionary of Greek

  • ψοφοζώ — μόλις κατορθώνω να ζω, τα φέρνω πολύ δύσκολα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψωμοζώ — μόλις βγάζω το απαραίτητο ψωμί μου ώστε να μην πεθάνω από την πείνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»